Ένα συμβάν ξχασμένο, μια αίσθηση αξέχαστη (17-18.11.2007)



ΕΝΑ ΣΥΜΒΑΝ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ, ΜΙΑ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΞΕΧΑΣΤΗ






                       

             Δημοσιεύτηκε στην ένθετη έκδοση των ΝΕΩΝ του Σαββατοκύριακου

                                                                      για το Πολυτεχνείο, 17-18.11.2007



                                                    



Οι δρόμοι της σιωπής κάποτε κατακλύζονται από το μέγα πλήθος. Είναι η στιγμή που τα πρόσωπα των πολλών, αυτών που αναλώνουν αθώρητοι τη ζωή τους στο γύρισμα της ρόδας του κόσμου, φωτίζονται άπλετα για λίγο – έστω κι από τους προβολείς ενός τανκ. Είναι η στιγμή της συνάντησης με την ιστορία.


Δεν υπάρχει ομορφότερη στιγμή απ’  αυτήν που ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας υπερβαίνοντας τη χειραγώγηση και τη βία της εξουσίας κατορθώνει να πάρει ο ίδιος, χωρίς διαμεσολαβήσεις, τη ζωή και τη μοίρα του στα χέρια του.

Είναι αυτή η στιγμή που προσδίδει νόημα κι αξία σ’  όλη του την ύπαρξη.




Η αλυσίδα των μικρών μαθητών

απαντά με τη ζωή στον ενδεχόμενο θάνατο



Αργά το βράδυ της Παρασκευής έλαβε χώρα στον προαύλιο χώρο της κεντρικής πύλης του Πολυτεχνείου ένα συμβάν, που δε φαίνεται να έχει καταγραφεί. Πρόκειται ωστόσο για γεγονός στο οποίο με τη μια ή άλλη μορφή συμμετείχαν εκατοντάδες άνθρωποι.

Η πύλη, που ελάχιστες ώρες αργότερα θα γινόταν παλιοσίδερα κάτω από τις ερπύστριες του τανκ, ήταν κλειδωμένη ήδη από το απόγεμα. Το μεγάλο πλήθος που μυρμήγκιαζε διαδηλώνοντας ολημερίς Πέμπτη και Παρασκευή είχε πλέον διαλυθεί στους γύρω δρόμους, ενώ ομάδες συγκρούονταν από τα Χαυτεία μέχρι το Σύνταγμα: Οι ελεύθεροι σκοπευτές απ’  τις ταράτσες των γύρω σπιτιών είχαν δημιουργήσει  από το απόγευμα μια «υγειονομική» ζώνη θανάτου γύρω απ’  το Πολυτεχνείο.

 Ωστόσο ακόμα κάποιοι ελάχιστοι προσπαθούσαν να μας προσεγγίσουν. Ακούγαμε αλάθητα την αναγγελία της απόπειρας τους: Κάθε 5-10 λεπτά, ένας πυροβολισμός. Όχι καταιγισμός πυροβολισμών, μόνο ένας. Τον άκουγες με ανίσχυρη λύσσα: Θα ήταν ευθύβολος. Ένας άνθρωπος θα κειτόταν σε κοντινό οδόστρωμα ή πεζοδρόμιο χτυπημένος, ίσως και νεκρός.

Ακολουθούσε η ίδια ανταπόκριση-ρουτίνα: Ξεκλείδωνε η κεντρική πύλη, έβγαινε τρεχάλα μια ομάδα της περιφρούρησης, 5-6 άτομα, και τρέχοντας τριγύριζαν τους γύρω δρόμους μέχρι να εντοπίσουν τον πεσμένο. Αυτούς, λες κι απολάμβαναν κάποια ιδιόμορφη ασυλία, οι σκοπευτές δεν τους χτυπούσαν. Όπως δε χτύπαγαν κι εμάς, εκτεθειμένους στο μπροστινό τμήμα της αυλής στο στόχαστρο τους χωρίς κάλυψη άλλη απ’ τους καπνούς απ’  τις φωτιές και από τα σύννεφα των δακρυγόνων.  Μετά από λίγο η ομάδα εμφανιζόταν τρέχοντας και πάλι, μεταφέροντας στα χέρια κάποιον που βογκούσε ή έμενε ακίνητος. Στο πέρασμα τους άφηναν στο τσιμέντο ματωμένα χνάρια.

Καθώς στην αυλή επικρατούσε χάος – χιλιάδες άνθρωποι κινούνταν γύρω από φωτιές που έκαιγαν για την εξουδετέρωση των δακρυγόνων – χρειαζόταν γρήγορη δίοδος ανάμεσα στην κεντρική πύλη και στο ιατρείο, μια απόσταση σημαντική. Αυτή εξασφάλιζε μια διπλή ανθρώπινη αλυσίδα που κρατούσε ανοιχτό ένα διάδρομο. Είχε σχηματιστεί μάλλον αυθόρμητα κι απαρτιζόταν σχεδόν αποκλειστικά από μαθητές: Πολύ μικρά παιδιά, 14, 15 και 16 χρονών τα μεγαλύτερα. Απ’  όσο έβλεπα από εκεί που είχα πιάσει, κοντά στην πύλη, μπορεί να ‘μουνα κι η μοναδική 19χρονη και φοιτήτρια.

Κάθε φορά το ίδιο: Η αναμονή, ο πυροβολισμός, το ξεκλείδωμα της πόρτας, η ομάδα που έβγαινε τρεχάλα, η ομάδα που επέστρεφε τρεχάλα με κάποιον στα χέρια και το αίμα να πιτσιλάει όπως τον περνούσαν ανάμεσα μας. Ποιο ήταν το φοβερό;  Όσο κράτησε αυτό, μπορεί και περισσότερο από ώρα, η αλυσίδα, μέσα στο γενικό χάος αμετακίνητη, αδιάκοπα, ασταμάτητα, τραγουδούσε…

Τα παιδιά αυτά τα είχα ξαναδεί. Κάποια απ’  την προηγούμενη, τα περισσότερα από το πρωί: Έκαναν χαβαλέ, χτυπούσαν ντενεκέδες, φώναζαν συνθήματα, ατμόσφαιρα γηπεδική. Περνούσαν ωραία. Πιτσιρικάδες, που βλέπανε την  αυλή του Πολυτεχνείου επέκταση της αυλής του σχολειού τους, των παιχνιδιών που παίζανε με τους φίλους τους. Όμως το βράδυ η κατάσταση δεν είχε τίποτα να κάνει με το πρωί. Αγόρια και κορίτσια, είχαν ακούσει το απόγευμα το μήνυμα της Συντονιστικής Επιτροπής που καλούσε όσους θέλανε να εγκαταλείψουν το Πολυτεχνείο.  Ήταν μάρτυρες της σφαγής έξω απ’  την πύλη και ξέρανε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι  μπορεί να μοιράζονταν την ίδια τύχη. Και δε σταματούσαν να τραγουδούν.

Στο τριήμερο μέχρι τα ξημερώματα κείνης της τελευταίας νύχτας χιλιάδες άνθρωποι μοιραστήκαμε εμπειρίες πολλές. Συλλογικότητας κι αλληλεγγύης, σύγκρουσης κι ενότητας, εξέγερσης κι απελευθέρωσης, μαζικού  ηρωϊσμού και απόλαυσης της ευφυίας και των τεχνασμάτων των πολλών. Για μένα όμως η συγκλονιστικότερη παραμένει αυτή, η ακαταχώριστη, η ξεχασμένη. Όχι τυχαία από τότε στο μυαλό μου το Πολυτεχνείο δεν ταυτίζεται ούτε με τους φοιτητές που το ξεκίνησαν, ούτε με τις χιλιάδες άντρες και γυναίκες που με την παρουσία τους το προφύλαξαν, ούτε με τους εργάτες που κατέβηκαν απ’  τις εργατογειτονιές της Αθήνας και συγκρούστηκαν σ’  όλο το κέντρο με δεκάδες νεκρούς κι εκατοντάδες τραυματίες.

Στη συνείδηση μου το Πολυτεχνείο μένει ταυτισμένο πριν απ’  όλα με τη βίαιη ενηλικίωση εκείνων των μικρών παιδιών. Με τους πιτσιρικάδες που απτόητοι μέσα στο χάος τραγουδούσαν.







Ένα συμβάν ξχασμένο, μια αίσθηση αξέχαστη (17-18.11.2007) Ένα συμβάν ξχασμένο, μια αίσθηση αξέχαστη (17-18.11.2007) Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 5:16:00 μ.μ. Rating: 5