Γιάννης Διακογιάννης: 2 χρόνια από το θάνατό του (11.12.2007)



ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ: 2 χρόνια από το θάνατο του



Στη μνήμη του Γιάννη Διακογιάννη, εκτιμώντας ότι η παρουσία του μας άγγιξε και η απουσία του είναι αισθητή.  








Ο ΓΙΑΝΝΗΣ  ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ,
ένας  άνθρωπος για όλες τις εποχές



                              Ομιλία στο Δημοτικό Θέατρο της Πάτρας, 11.12.2007










            Αυτή την Κυριακή κλείνει ένας χρόνος χωρίς τον Γιάννη Διακογιάννη. Ευχαριστώ τους φίλους του της Πάτρας - για το Γιάννη, η πόλη και οι άνθρωποι της  ήταν η δεύτερη πατρίδα του – που με την πρωτοβουλία τους για την αποψινή συνάντηση δίνουν μια ευκαιρία στη μνημοσύνη. Για έναν άνθρωπο με τόσο δυνατή και ουσιαστική παρουσία όσο βρισκόταν ανάμεσα μας, ώστε αυτή τη χρονιά όχι μόνο η οικογένεια του, αλλά και το αναγνωστικό κοινό του, οι προσωπικοί του φίλοι και όχι ασήμαντο τμήμα του κόσμου της δημοσιογραφίας να έχουμε λίγο-πολύ έντονη τη συναίσθηση της απουσίας του.



Σε ποιες από τις εξελίξεις αυτής της χρονιάς δε θα άφηνε τα κριτικά του χνάρια ο Γιάννης, αν δεν είχε βιαστεί να μας αφήσει…  Από κείνες τις σημαδιακές μέρες του Αυγούστου, που κατέληξαν έτσι ώστε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και της Εύβοιας, μαζί μ΄ ένα ζωτικό για τη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου οικοσύστημα, ν΄ αποκαλούνται πλέον «τα καμμένα» μέχρι την επιχείρηση μαζικής εξαγοράς ψήφων και συνειδήσεων μ΄ ένα τριχίλιαρο που ακολούθησε ή το κουβάρι πολιτικής προστασίας και οργανωμένου εγκλήματος στην ελληνική περιφέρεια, με την περίπτωση των Ζωνιανών μόνο μια από τις κορυφές του. Από τον εμφύλιο που επιδεινώνει την κατάσταση ασφυξίας από την ισραηλινή πολιορκία στην Παλαιστίνη μέχρι την εξώθηση και πάλι σε αλλαγή συνόρων στα Βαλκάνια από τους διεθνείς προστάτες του προτεκτοράτου του Κόσοβο. Από τις εξελίξεις στα εσωτερικά του ΠΑΣΟΚ μέχρι την εγκυμονούσα εξελίξεις Βουλή που αναδύθηκε απ’  τις πρόσφατες εκλογές. Και βέβαια από τις εκλογικές και άλλες, διεθνείς κι εσωτερικές, πολιτικές εξελίξεις για το Κυπριακό μέχρι τις τελευταίες εικόνες στην τρικυμισμένη περιπέτεια της ενότητας της ελληνικής Αριστεράς, που ήταν σταθερά οι δύο μεγάλοι καημοί του, και την απαντοχή μιας πανστρατιάς στις αυριανές πανελλαδικές απεργίες και διαδηλώσεις προκειμένου να υπάρξει σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και για τα παιδιά μας. Είναι φυσικό κάποιες στιγμές ν΄ αναρωτιόμαστε τι θα σκεφτόταν και τι θα έλεγε τώρα γι΄ αυτό ή για εκείνο  ο Γιάννης. Τι θα έγραφε; Ακόμα-ακόμα, τι θα οργάνωνε; Και βέβαια, είτε επρόκειτο για τα “καμμένα” είτε για την Κύπρο είτε για την Παλαιστίνη είτε για το Ιράκ ή ακόμα μακρύτερα, που θα βρισκόταν ως συντάκτης αυτός ο ίδιος, με τις σχετικά φιλειρηνικές υπευθυνότητες της κάλυψης για την εφημερίδα του της Ελληνικής Βουλής και της Προεδρίας της Δημοκρατίας; Γιατί για όλα ενδιαφερόταν βαθιά και ουσιαστικά και για όλα ήταν ικανός και τίποτα δεν αποτελούσε πια έκπληξη με τον Γιάννη. Τίποτα εκτός από  το ανεπανόρθωτο της απουσίας του. 



Ο Γιάννης Διακογιάννης έφυγε οριστικά και μάλλον απρόσμενα στα 49 του χρόνια το Σάββατο, 16 Δεκεμβρίου 2006. Απρόσμενα γιατί παρ’  όλο που ο ίδιος είχε αναγγείλει στους φίλους του απολύτως ψύχραιμα από τις αρχές της χρονιάς τον επικείμενο θάνατο του, δούλευε στη Βουλή μέχρι και τη Δευτέρα της τελευταίας βδομάδας της ζωής του.

           

Για τους φίλους του ο θάνατος του ήταν κάτι σαν ξεριζωμός. Όχι μόνο γιατί τον αγαπούσαμε, όχι μόνο γιατί η σχέση μας με το Γιάννη ήταν ένα δώρο στη ζωή μας, αλλά και γιατί ξέρουμε ότι χάθηκε ένας άνθρωπος ασυνήθιστος, «εκκεντρικός» με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, αντικονφορμιστής με την ουσιαστικότερη έννοια, με τα μέτρα της εποχής: άνθρωπος από άλλες εποχές.

           

Ο Γιάννης, που σε μισό αιώνα ζωής είχε προλάβει να περπατήσει και να συζητήσει με πρόσωπα δημόσια και καθημερινά σε περισσότερες από 100 χώρες σε όλες τις ηπείρους, αποτελούσε για την εποχή μας ένα παράδοξο: Ένας διεθνιστής, που έβαζε την υπογραφή του σε κάθε κίνημα των «κάτω», των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και παράλληλα ένας αριστερός πατριώτης με την παραδοσιακότερη έννοια του όρου, αυτή των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Τα δύο μουσικά κομμάτια δικής του επιλογής, που υπό τους ήχους τους τον αποχαιρετίσαμε ένα χρόνο πριν στην πολιτική του κηδεία, το θλιμμένο μακρύ “Adagio” του Αλμπινόνι και το δημοτικό “Γιάννη μου, το μαντήλι σου”, συμβόλισαν μουσικά αυτό το δυϊσμό του με τον καλύτερο τρόπο. 



Δεν ήταν κομμουνιστής, αλλά ζούσε από επιλογή περισσότερο κομμουνιστικά απ’  όλους. Όπως σημειώνει και στη διαθήκη του: «Κανένα περιουσιακό στοιχείο δεν επεδίωξα και δεν απόκτησα ποτέ. Και δεν έχω ν΄ αφήσω τίποτα σε κανένα.» Χωρίς δεκάρα στ΄ όνομα του μετά από 26 χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας, με μοναδική ιδιοκτησία του βιβλία, CD και αρχεία με δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών, μια μουσική βιβλιοθήκη, το πιάνο του, ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο εγκαταλειμμένο στο πάρκινγκ της Βουλής «και τα λίγα λουλούδια μου», όπως σημείωνε για τις γλάστρες του στη διαθήκη του. Πολυβραβευμένος ως δημοσιογράφος, είχε δώσει ολόκληρα τα χρηματικά ποσά των βραβείων του και τα έσοδα από τα βιβλία του σε μη κυβερνητικές οργανώσεις γιατρών με διεθνή δράση, κυρίως στους Γιατρούς της Καρδιάς.  Είχε επιλέξει να μην ακολουθήσει το δρόμο των περισσότερων συναδέλφων του, της δουλειάς σε πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά ν΄ αφιερώνει όλες τις ώρες του σε ένα: Έτσι ώστε όχι μόνο να είναι ουσιαστικότερος, αλλά να έχει και το χρόνο ν΄ ασχολείται με τη δημοσιογραφία free-lance - όχι από επαγγελματική άποψη, αλλά ως προς το αντικείμενο της: Πέρα απ’ το ρεπορτάζ της Βουλής και της Προεδρίας της Δημοκρατίας, που ήταν οι τομείς του, ασχολιόταν, ταξίδευε και παρακολουθούσε, με δικά του έξοδα και κάνοντας χρήση των διακοπών του, οτιδήποτε τον ενδιέφερε σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου.



Αν αποστολή σημαίνει ότι «κάποιος στέλνει», ο Γιάννης για πολλά χρόνια έστελνε ο ίδιος τον εαυτό του: Ήταν, για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του ’90 ο μοναδικός αυτόκλητος πολεμικός ανταποκριτής στην Ελλάδα, ίσως και στον πλανήτη. Γιατί υπάρχουν πολεμικοί ανταποκριτές-ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοί όμως δρουν με γνώμονα να πουλήσουν “την είδηση” στον πλειοδότη. Ο Γιάννης πήγαινε σε “δικές” του πολεμικές αποστολές, στο δικό του “ελεύθερο χρόνο”, με δικό του κόστος και με κίνδυνο της ζωής του - και ό,τι δε δημοσιευόταν στα ΝΕΑ, το κρατούσε στο αρχείο του, για τα βιβλία του και για το μέλλον. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ξέσπασε η υπόθεση Οτσαλάν δημοσιεύτηκε συνέντευξη που ο Γιάννης του είχε πάρει, υπ’  αυτές τις συνθήκες, σε μυστικό στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Λίβανο αρχές της δεκαετίας του ’90 κι είχε μείνει όλ΄ αυτά τα χρόνια “στο αρχείο”.



Το Ιράκ ή μια αποστολή στη Μέση Ανατολή (δε θυμάμαι ποια είχε προηγηθεί) ήταν η πρώτη «κανονικά» προγραμματισμένη πολεμική του αποστολή. Στο Βελιγράδι την περίοδο των βομβαρδισμών βρέθηκε με τριήμερη Πασχαλινή άδεια και γύρισε πίσω με εξαιρετική απροθυμία μετά από ένα δεκαήμερο. Ο πρόλογος (τον χρησιμοποίησα ως επίλογο) που είχε γράψει για το βιβλίο μου Ο απαραίτητος πόλεμος αμέσως μετά την επιστροφή του κι ενώ συνεχιζόταν οι βομβαρδισμοί που διέλυσαν τη χώρα, πέρα απ’  το πολιτικό ζήτημα αντανακλά όλη την αγωνία του για τους Γιουγκοσλάβους πολίτες - που για τον Γιάννη ήταν όλοι «επώνυμοι» -, κυρίως μανάδες με παιδιά, που είχε γνωρίσει και αφήσει πίσω του κάτω απ’  τις βόμβες. Βρισκόταν στον αέρα, προς Πακιστάν, την ώρα της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους, καθώς αυτή τη φορά είχε σχεδιάσει να περάσει μέρος της άδειας του (την έπαιρνε συνήθως Σεπτέμβρη) στο Αφγανιστάν, για συνεντεύξεις με κορυφαίους αξιωματούχους του καθεστώτος των Ταλιμπάν.  Έτσι έτυχε να είναι ο μοναδικός έλληνας δημοσιογράφος και από τους ελάχιστους ξένους «στο σωστό μέρος, το σωστό χρόνο», ώρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου κι οι ανταποκρίσεις του τα αγωνιώδη 24ωρα πριν την Αμερικανική εισβολή έφθαναν κατευθείαν στον έλληνα αναγνώστη. Μέσα από τέτοιους δρόμους, που τους ονομάζει κι ο ίδιος στη διαθήκη του ως «οι αγώνες μου – μαζί με τόσους άλλους αγωνιστές και αγωνίστριες - φοιτητικοί, πολιτικοί, συνδικαλιστικοί, καλλιτεχνικοί, πολιτιστικοί, αντιπολεμικοί, αισθητικοί και δημοσιογραφικοί»,  ο Γιάννης έφθασε να μιλήσει από το βήμα του ΟΗΕ ως εκπρόσωπος του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ενάντια στην απόφαση για διάλυση της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του διεθνούς οργανισμού. 

           

Ο Γιάννης τα τελευταία χρόνια έπαιζε πλέον ένα γενικότερο ρόλο, όχι θεσμικό, αλλά ουσιαστικό, σε σχέση με τα προβλήματα των δημοσιογράφων σε μια πολύ δύσκολη εποχή. Κι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο πλαίσιο των συναντήσεων των διεθνών τους ενώσεων. Με αφορμή την κλήτευση του ως μάρτυρα στο πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ στην υπόθεση παραπομπής της δημοσιογράφου Ντόρας Νταϊλιάνα (μετά από παρέμβαση του τότε αντιπροέδρου της Βουλής Γ. Σούρλα, επειδή σε σχόλιο της κριτίκαρε με τον όρο «φασιστικής αντίληψης» τη συμπεριφορά του ως Προεδρεύοντα, καθώς είχε κλείσει τα μικρόφωνα ενώ μιλούσε ο Πρόεδρος του Συνασπισμού), έστειλε στις 24.10.2006, λιγότερο από δυο μήνες πριν το θάνατο του, επιστολή στους συναδέλφους του. Σ΄ αυτήν «με πολλή εκτίμηση και αγάπη», όπως αναφέρει, γιατί ήταν γλυκός άνθρωπος, καταγράφει τις «πληγές» της σύγχρονης δημοσιογραφίας: «Θα πρέπει να ενθαρρύνονται οι δημοσιογράφοι ν’  ασκούν κριτική σε κάθε μορφή εξουσίας (και την πολιτική)... Είναι λάθος να στήνεται στον τοίχο μια θαρραλέα δημοσιογράφος. Πιο χρήσιμο θα ήταν να ξεκαθαριστεί το τοπίο των ΜΜΕ που τόσο σκοτεινιάζει από εκείνους… οι οποίοι είναι: αργόσχολοι σε κρατικές υπηρεσίες, υπηρετούν (τις περισσότερες φορές κρυφά) σε Γραφεία Τύπου, Δημοσίων Σχέσεων, Εταιριών προώθησης πολιτικών, επιχειρηματιών και διαφόρων παραγόντων ή γίνονται ταυτόχρονα με το δημοσιογραφικό λειτούργημα επιχειρηματίες ή διατηρούν επαφή με περίεργα κέντρα. Κι όλα αυτά όχι για να βγάλουν το ψωμί τους, αλλά για να θησαυρίσουν σε βάρος της ενημέρωσης και των πραγματικών συμφερόντων του ελληνικού λαού… Ο δημοσιογραφικός κόσμος μαστίζεται από την αναξιοπιστία.., τη λογοκρισία, την παραποίηση στοιχείων, την έλλειψη διαφάνειας στην ενημέρωση αλλά και στο πόθεν και πώς έσχες των παραγόντων των ΜΜΕ, καθώς και τις παρεμβάσεις ξένων… Πρέπει να μπει φραγμός σε όσους πιέζουν την ΕΣΗΕΑ… Αντιθέτως, το πνευματικό μας σωματείο έχει κάθε λόγο ν΄ αναδεικνύει τα πιο πνευματικά και αγωνιστικά χαρακτηριστικά των δημοσιογράφων, αυτά που τους καταξιώνουν στη συνείδηση του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.»



Ο Γιάννης απεχθανόταν όσο ελάχιστα πράγματα τους «ενσωματωμένους» δημοσιογράφους, επίσημους και ανεπίσημους.  Με τη ζωή του και το έργο του (που δύσκολα τα ξεχώριζες, γιατί ο Γιάννης ήταν το άλλο σπάνιο σήμερα είδος ανθρώπου – ένας άνθρωπος που ζει την ιδιωτική του ζωή σχεδόν καθ΄ ολοκληρία στο δημόσιο χώρο) έκανε πολλούς να αισθάνονται άβολα ή και ακόμα χειρότερα.

           

Ο Γιάννης Διακογιάννης ανακάλυψε μεγάλος τη Σύμη, το νησί του πατέρα του, γοητεύτηκε και την «υιοθέτησε». Χάρη σ’  αυτόν ο Δήμος της Σύμης απέκτησε το ετήσιο Φεστιβάλ του - κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, που ο Γιάννης, ταλαντούχος αυτοδίδακτος (!) πιανίστας ο ίδιος, ασχολήθηκε προσωπικά με τη διοργάνωση του,  από τα πιο σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα στον ελληνικό χώρο. Εκείνος καθιέρωσε τον κανόνα ότι όποιος έλληνας ή ξένος εμφανιζόταν στο Φεστιβάλ θα έπρεπε να το κάνει αυτό χωρίς αμοιβή, εξασφαλίζοντας μόνο εισιτήρια και φιλοξενία για δύο μέρες – κι εξασφάλισε μια σειρά πολύ σημαντικούς έλληνες και ξένους ερμηνευτές, ιδιαίτερα από το μουσικό χώρο. Κι όταν τον Ιούλιο του 1997 βρέθηκα εκεί για μια βραδιά με ποιήματα μου, διαπίστωσα ότι: Ο βασικός διοργανωτής του Φεστιβάλ, εκείνος που προσωπικά συγκέντρωνε και παράδιδε για τη διεξαγωγή του δεκάδες εκατομμύρια δραχμές κάθε χρόνο, έμενε σ΄ ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο 20΄ περπάτημα στην ανηφοριά με τα ερειπωμένα νεοκλασικά (αλλά μ΄ εκπληκτική θέα στο πέλαγος!), το οποίο πλήρωνε από την τσέπη του. Κι όχι μόνο. Χρόνια αργότερα έμαθα τυχαία ότι κάθε φορά που η Δημοτική Αρχή έκανε τραπέζι στους προσκαλεσμένους του Φεστιβάλ, δηλ. κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια του, ο Γιάννης πλήρωνε τα δικά του ο ίδιος…



Παρόμοια, για το προσωπικό του πρόβλημα έμεινε στην Ελλάδα και στην περίθαλψη στο πλαίσιο του ΕΣΥ, αρνούμενος ακόμα και κυβερνητικές προσφορές, αλλά και προσφορές φίλων, για το εξωτερικό και για τον ιδιωτικό τομέα της υγείας.  Σ΄ έναν από τους τελευταίους «Προβολείς» που υπέγραψε στα ΝΕΑ, στις 14.11.2006, ένα μήνα πριν το θάνατο του, με τίτλο «Το όνειρο του Αιμίλιου», μοιράζεται με τον χωρίς επώνυμο Αιμίλιο - στην πραγματικότητα γιο φίλης του, που μπήκε 9ος στην Ιατρική και συμμετείχε δραστήρια στις φοιτητικές κινητοποιήσεις – το όνειρο του. Προσέξτε πόσο επίκαιρο ακούγεται αυτό το όνειρο ένα χρόνο αργότερα, παραμονή πανελλαδικών απεργιών και κινητοποιήσεων για ένα από τα πιο μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα των καιρών μας, το ασφαλιστικό, με στόχο να μην περάσει η κατάσταση που το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα ονομάζει «επισφαλής απασχόληση για επισφαλή ζωή», για έναν κόσμο που θα σέβεται και θα έχει στο επίκεντρο του τον εργαζόμενο άνθρωπο, τις ανάγκες και την αξιοπρέπεια του: «Ονειρεύεται (ο Αιμίλιος) μια Ελλάδα που δε θα στέλνει τους αρρώστους της στην Αμερική, στην Αγγλία, στη Γερμανία και στην Ιταλία για να τους σώσει. Ονειρεύεται μια Ελλάδα όπου θα λειτουργεί ένα πραγματικό Εθνικό Σύστημα Υγείας, όπου ο φτωχός θα έχει την ίδια τύχη με τον πλούσιο. Και θέλει μια Ελλάδα που θα στέλνει γιατρούς στις εμπόλεμες περιοχές του κόσμου και όχι μισθοφόρους στρατιώτες.»           



Ο Γιάννης για ένα πράγμα έφυγε μετανοιωμένος, πιστεύω. Για τ’  ότι δεν είχε κάνει οικογένεια. Στις σπάνιες στιγμές που μιλούσε πιο προσωπικά (γιατί με τους φίλους του μιλούσε, σχεδόν αποκλειστικά, «πολιτικά»), προβληματιζόταν για το αν θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει με τον τρόπο που ζούσε αν είχε παιδιά. Ουσιαστικά θυσίασε τη δυνατότητα της οικογένειας όχι επειδή είχε πάθος με τη δημοσιογραφία καθαυτή σαν επάγγελμα, αλλά γιατί σε μια πολύ δύσκολη εποχή για δημοσιογράφους η δημοσιογραφία με τον ασυνήθιστο, «αιρετικό» τρόπο που την ασκούσε ο ίδιος, του έδινε τη δυνατότητα να είναι παρών στο πλευρό των «κάτω» και να υψώνει μια δημόσια φωνή για την υπεράσπιση τους όπου αυτός έκρινε ότι χρειαζόταν. Μια τέτοια δημοσιογραφία ήταν το δικό του κόμμα, η δική του πολιτική οργάνωση. Σταθερός υπερασπιστής, μέσα απ’  την αρθρογραφία του, της ενότητας δράσης όλης της αριστεράς με βάση αρχές και χωρίς αποκλεισμούς κι έχοντας πλήρη επίγνωση της, σχεδόν ανυπέρβλητης, δυσκολίας του καθήκοντος αυτού, αποθάρρυνε όσους δεν ανήκαν σε καμιά από τις πολιτικές της συνιστώσες απ’ οποιαδήποτε κίνηση που θα μπορούσε να ερμηνευτεί  ότι δεν αντανακλούσε την ανάγκη για μια τέτοια ενότητα. Θεωρούσε ότι η δυνατότητα έκφρασης ενός πνεύματος ενότητας όλου του χώρου θα πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού. Αυτός, βαδίζοντας το δρόμο περίπου της Ουτοπίας, ήταν ο Γιάννης.

           

Ο Γιάννης Διακογιάννης κατάφερε να φύγει όπως ακριβώς είχε βάλλει στόχο όταν μας πρωτοανακοίνωσε, αρχές του 2006, τον επικείμενο θάνατο του: Με αξιοπρέπεια. Όρθιος, εργαζόμενος δημοσιογράφος σχεδόν μέχρι το τέλος. Τα λίγα 24ωρα καθ΄ όλη τη χρονιά που χρειάστηκε φροντίδα σπίτι του ή στο νοσοκομείο, βρέθηκε περιστοιχισμένος από πλήθος γυναικών. Από τις συμμαθήτριες του του δημοτικού, συγγενείς και συναδέλφισσες του από το χώρο της δημοσιογραφίας μέχρι τις νεότερες και μεγαλύτερες φίλες του από την αριστερά, γυναίκες όλων των ηλικιών του κράτησαν το χέρι τις τελευταίες του ώρες για να φύγει ήρεμα. «Με αγάπησαν», όπως διαπιστώνει σ΄ αυτό το σύντομο και συγκλονιστικότερο απ’  όλα τα κείμενα του, τη διαθήκη του, που είχε γράψει εννιά μήνες πριν το θάνατο του και είχε παραδώσει στη φίλη του Ντόρα Νταϊλιάνα μ΄ εντολή ν΄ ανοιχτεί μεταθανάτια.   «Ταξίδεψα, αγάπησα, με αγάπησαν, πάλεψα, συγκρούστηκα. Ήμουν τυχερός! Σας χαιρετώ.»



           







Αγαπητές φίλες και φίλοι,



Όταν έγραψα αυτό το κείμενο για τον Γιάννη, σκέφτηκα αρχικά έναν άλλο υπότιτλο: «Άνθρωπος από άλλες εποχές». Αλλά μετά σκέφτηκα ότι όλες οι εποχές και ιδιαίτερα η δική μας χρειάζονται ανθρώπους σαν τον Γιάννη - κι άλλαξα τίτλο. «Γιάννης Διακογιάννης, ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές.»



Τον ευχαριστούμε για ότι μας χάρισε με την πένα, με τη στάση του και με τη ζωή του. 

Νάντια  Βαλαβάνη

Το κείμενο (δάνειο από τη Νάντια), με φωτογραφία του Γιάννη, δημοσιεύθηκε στις Πατρινές εφημερίδες: Αλλαγή (16/12/2008, σελ. 3 και ξανά 17/12), Γνώμη (16/12/2008, σελ. 10), Ημέρα (16/12, σελ. Α8) και Πελοπόννησο (17/12/2008, σελ. 12).

Γιάννης Διακογιάννης: 2 χρόνια από το θάνατό του (11.12.2007) Γιάννης Διακογιάννης: 2 χρόνια από το θάνατό του (11.12.2007) Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 3:57:00 μ.μ. Rating: 5