Για την ταινία της Μαργαρίτας Μαντά "Η χρυσόσκονη"
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
την Παρασκευή, 6 Νοεμβρίου 2009.
Ελάχιστες φορές έχω γράψει για μια ταινία, το κάνουν πολύ καλύτερα οι κινηματογραφικοί κριτικοί. Ωστόσο από τη βραδιά που είδα τη Χρυσόσκονη της Παναγιώτας Μαντά στο «Πανόραμα», τρώγομαι να μοιραστώ την αίσθηση που αποκόμισα ως θεατής.
Την ταινία την είδα ως ένα «μικρό θαύμα» εκπορευόμενο από τον ταλαιπωρημένο ελληνικό κινηματογράφο. Όχι μόνο ή κυρίως επειδή η, «ευρωπαϊκού» τύπου, αισθητική και τεχνική της αρτιότητα με βοήθησε να την απολαύσω: Αρκετές πλέον ελληνικές ταινίες τη διαθέτουν. Ούτε για το αυτονόητο αλλά τόσο σπάνιο ακόμα σήμερα στον ελληνικό κινηματογράφο, που πάσχει έντονα σεναριακά, ότι είναι μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος. Ούτε για την εξαιρετική φωτογραφία και το μοντάζ της, ούτε καν για τις πολύ καλές συνολικά ερμηνείες όλων των ηθοποιών της σε ρόλους ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ξεκινώντας από τον εξαιρετικό Αργύρη Ξάφη στο ρόλο του αδερφού και το αριστουργηματικό ντουέτο των αδερφών του (Μάνιας Παπαδημητρίου-Άννας Μάσχα): H πρώτη σε μια διαρκή εσωτερική ένταση που περιμένεις κάθε στιγμή να εκτονωθεί μελοδραματικά αλλά δεν ξεσπάει ποτέ, καθώς την ελέγχει πλήρως, αρνούμενη ν’ απαντήσει στο κινητό της, στήνοντας ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα στον εαυτό της και τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται για την ύπαρξη της. Η δεύτερη, εντελώς χαμηλών τόνων, σε αναζήτηση της εσωτερικής της ζωντάνιας, αποστραγγισμένη λες από την εξαντλητική και ομοιόμορφη καθημερινότητα της εργαζόμενης-μητέρας-συζύγου, όχι όμως και παραιτημένη από τη βασική ανάγκη αυτές οι ιδιότητες να συνυπάρχουν πλουτίζοντας κι όχι φτωχαίνοντας την καθεμιά μας.
Αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω για την ταινία προπαντός επειδή, βγαίνοντας από την αίθουσα, η Χρυσόσκονη με είχε «σπρώξει» βίαια να σκεφτώ με οξύτητα και σε προσωπικό επίπεδο, για το αξεδιάλυτο κουβάρι των σχέσεων που κουβαλάμε: Tις δυσκολίες που έχουμε να «ισορροπήσουμε» σ΄ έναν κόσμο και μια ζωή που έχει απωλέσει, ή δεν είχε ποτέ, ένα στοιχειώδη αλλά ουσιαστικό ανθρωπισμό στις σχέσεις μας με τα πρόσωπα που μας περιβάλλουν. Τον χρόνο που φεύγει ανελέητα μετατρέποντας ακολουθίες ζωής, μαζί και τη δική μας, σε χρυσόσκονη στις αναμνήσεις των πιο κοντινών μας ανθρώπων. Μια λαϊκή Αθήνα που αγαπούμε και μισούμε ταυτόχρονα και που, λόγω της απουσίας μουσικής (καταπληκτικό εύρημα αυτό!) εισβάλλει βίαια ξεσκίζοντας τ’ αυτιά σε κάθε εξωτερικό πλάνο, εμποδίζοντας ν’ ακουστούν οι ήχοι μιας «φυσιολογικής» ζωής, ορθώνοντας ένα ηχητικό φράγμα που εντείνει την απομόνωση απ’ ότι οι γύρω μας προσπαθούν να μας εκφράσουν με τρόπο αδέξιο. (Έτσι ώστε το μοναδικό μουσικό άκουσμα της ταινίας, η φωνή του Χατζιδάκι στο τραγούδι που έχουν ήδη σιγοψιθυρίσει οι «ήρωες» της, το «Κύριε», να ανυψώνεται σε ένα είδος κοσμικής λειτουργίας για τη ζωή που φεύγει ανεπανόρθωτα «ασυνόδευτη»…).
Η Μαντά, που δεν τη γνωρίζω αλλά την ευχαριστώ, ελέγχοντας άνετα τα εκφραστικά της μέσα σ΄ αυτή την πρώτη(!) της, low budget αλλά υψηλών προσδοκιών ταινία, μας ανοίγει ένα απολύτως ρεαλιστικό παράθυρο ώστε να μη θεωρήσουμε δεδομένο τον ανελέητο οικονομικό και διαπροσωπικό ανταγωνισμό ή τις συμβάσεις της καθημερινότητας. Να συναισθανθούμε ότι αξίζουμε μια καλύτερη ζωή, να ελπίσουμε και ν΄ απαιτήσουμε κάτι διαφορετικό, επιχειρώντας να πάρουμε οι ίδιοι την κατάσταση στα χέρια μας. Εύχομαι η Χρυσόσκονη να βρει το δρόμο της μέχρι τις αίθουσες διανομής και η Μαντά να εξασφαλίσει τα οικονομικά και υλικά μέσα που θα της επιτρέψουν να γυρίσει, εξίσου αδέσμευτα, πολλές ακόμα ταινίες. Γι’ αυτό εξάλλου παλεύουν και οι «Κινηματογραφιστές στην ομίχλη».
Υ.Γ. Μόλις έμαθα ότι η Χρυσόσκονη κέρδισε το Βραβείο Κοινού στο «Πανόραμα» και ότι ο Αγγελόπουλος της αφιέρωσε το βραβείο του. Δυο φορές μπράβο!
ΕΝΑ «ΜΙΚΡΟ ΘΑΥΜΑ» ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη
on
10:50:00 π.μ.
Rating: