H oμιλία έγινε στο πλαίσιο την διεθνούς συνάντησης με θέμα «Πολιτισμός και Ανάπτυξη», που οργάνωσε η Αναπτυξιακή Ηρακλείου στο Δημαρχείο της Βιάννου στις 29.03.2008. Το πλήρες κείμενο της δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ηρακλείου ΠΑΤΡΙΣ στις 31.03.2008.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση σας να μιλήσω για ένα από τα περισσότερο φλέγοντα και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενα θέματα της σύγχρονης εποχής. Γιατί λόγω των αφάνταστα επιταχυνόμενων ρυθμών των αλλαγών στο σύγχρονο κόσμο και της έκτασης της διάχυσης αυτών των αλλαγών υπό την κυριαρχία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφάλαιου – η ουσία του φαινόμενου που αποκαλούμε «παγκοσμιοποίηση» - το γεγονός του τι είδους ανάπτυξη έχουμε σήμερα και τι επιδιώκουμε, δεν καθορίζει μόνο τους υλικούς όρους ζωής των σημερινών γενιών, μεγαλύτερων ηλικιακά και νεαρότερων, αλλά δεσμεύει πλέον σε αναπόφευκτο βαθμό την ίδια τη ζωή πολύ βαθύτερα σ΄ ένα απροσδιόριστο μέλλον. Ενώ οι τάσεις στην εξέλιξη του τμήματος εκείνου του πολιτισμού που οριοθετούμε ως κουλτούρα καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το αξιακό φορτίο της πλειοψηφίας των ανθρώπων, άρα και τη στάση ζωής τους, άρα και τον τρόπο αντιμετώπισης από μεριάς τους των μικρότερων και μεγαλύτερων προβλημάτων της περιβάλλουσας κοινωνικής πραγματικότητας.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε ξεκινήσει μια συζήτηση για τη μετανεωτερικότητα, ένα πολύ χαλαρό όρο για την περιγραφή των νέων αισθητικών, πολιτιστικών και πνευματικών τάσεων και πρακτικών, που τα σπέρματα τους αναζητούνται ήδη στη δεκαετία του ’60 αλλά αναδύθηκαν κυρίως κατά τη δεκαετία του ’80 και του ’90 – μια νέα, πιο λαϊκή κουλτούρα, παιγνιώδης, ειρωνική και εκλεκτικιστική σε ύφος, μια και ενσωματώνει ακόμα και το ίδιο το κιτς, πιο κοντά στην καθημερινή ζωή, στην αγορά, στην κατανάλωση και στη νέα κουλτούρα των ΜΜΕ. Την περίοδο αυτή θα την συναντήσουμε επίσης στη διεθνή βιβλιογραφία με τις ονομασίες μετανεωτερική ή περίοδος της δεύτερης ή ύστερης νεωτερικότητας, σύμφωνα με άλλες απόψεις για το χαρακτήρα των αλλαγών που την προσδιορίζουν: Κατ’ άλλους μια νέα φάση ανάπτυξης του πολιτισμού, κι ιδιαίτερα των τεχνών, και κατ’ άλλους μια νέα περίοδο ανάπτυξης ολόκληρης της κοινωνίας.
Την ίδια περίοδο, σαν απάντηση και σε ερωτήματα που είχε θέσει η δομική καπιταλιστική κρίση του 1973-74, σε συνδυασμό με επαναστατικές αλλαγές στις επιστήμες και στην οργάνωση της παραγωγής, την ταχύτατη εξάπλωση των νέων τεχνολογιών στις μεταφορές και προπαντός στις επικοινωνίες, από άλλους κύκλους, κυρίως οικονομολόγων και πολιτικών, διεξαγόταν μια παράλληλη και φαινομενικά ανεξάρτητη συζήτηση για αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων. Εδώ γινόταν συζήτηση για το πέρασμα στη μεταβιομηχανική εποχή, κατ’ άλλους στο μεταφορντισμό ή τογιοτισμό. Επίκεντρο αυτής της δεύτερης συζήτησης ήταν οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» με άξονα το «μικρότερο» ή «λιγότερο κράτος» και τον περιορισμό του ρόλου και της ισχύος των συνδικάτων των εργαζομένων, προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς ώστε να μπορεί να παίξει, ανενόχλητη από τους φραγμούς που επέβαλλαν οι κρατικές ρυθμίσεις και οι συμβάσεις εργοδοτών-εργαζόμενων, τον γενικότερο κοινωνικό, τον λεγόμενο «αυτορρυθμιστικό» της ρόλο. Η δεύτερη συζήτηση αφορούσε στην πραγματικότητα τη βαθύτερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση από την περίοδο της ανασυγκρότησης μέσω του κεϋνσιανού μοντέλου μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει με το κραχ της Γουώλ Στριτ του ‘29-30. Η δεύτερη συζήτηση κατέληξε στην επεξεργασία και επιβολή στην πράξη των λεγόμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Αυτές έκαναν «παγκόσμια πρώτη» αρχικά στη Χιλή του Πινοσέτ μετά το πραξικόπημα του 1973, ενώ στη συνέχεια επιβλήθηκαν και στη Βρετανία της Θάτσερ και στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν κατά τη δεκαετία του ’80. Στη συνέχεια και μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σημείο τομής το Μάαστριχτ και το 1992, στο σύνολο των «15» αλλά και των υπό σύνδεση ευρωπαϊκών κρατών ανεξάρτητα απ΄ το αν είχαν νεοσυντηρητική ή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, μέσω των πολιτικών του ΟΟΣΑ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και θεσμών όπως η συνάντηση του Νταβός, η συνάντηση των G7 (αργότερα G8, G20) κ.α., διαδόθηκαν και κυριάρχησαν στο σύνολο του κόσμου - συγκροτώντας την οικονομική βάση της παγκοσμιοποίησης υπό την αιγίδα του δυναμικού και επιθετικού, διεθνοποιημένου χρηματοπιστωτικού κεφάλαιου και των διεθνοποιημένων αγορών του.
Πράγματι, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υπήρξαν η πηγή της τεράστιας αύξησης των κερδών και της πιο δραστικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ των οικονομικών ελίτ και σε βάρος της εργαζόμενης πλειοψηφίας που έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία του κόσμου. Όχι μόνο επειδή εξασφάλισαν ότι ολόκληρη η μεγάλη άνοδος της παραγωγικότητας των δυόμισι τελευταίων δεκαετιών μετατράπηκε σε κέρδη των μεγαλομετόχων των πολυεθνικών. Αλλά γιατί κατάφεραν να μετατρέψουν σε κέρδη και μεγάλο μέρος του κοινωνικού πλούτου με προορισμό το μερίδιο της εργασίας, τόσο το άμεσο, τις αμοιβές, όσο και το έμμεσο, το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος», πριν απ’ όλα τις κοινωνικές δαπάνες. Περιορίζοντας δραστικά τη δύναμη και το ρόλο των συνδικάτων προκειμένου να εξασφαλίσουν μια τέτοια αποσταθεροποίηση των εργασιακών σχέσεων, ώστε σήμερα στον ιδιωτικό τομέα το 8ωρο να υπάρχει κατ’ ουσία μόνο στα χαρτιά και η Ευρωπαϊκή Αριστερά να βάζει στο επίκεντρο των διεκδικήσεων την πλήρη απασχόληση σε αντιπαράθεση με τις ελαστικές μορφές εργασίας που τείνουν να γίνουν ο κανόνας. Προκαλώντας ρήγματα στην αλληλεγγύη των γενιών των εργαζόμενων, που πάνω της μέχρι τώρα στηριζόταν τόσο οι συλλογικές συμβάσεις όσο και το ασφαλιστικό σύστημα. Αποσταθεροποιώντας όλη την κοινωνική ζωή στο αναπτυγμένο κόσμο μέσα από πολιτικές δραστικής μείωσης του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους» (δημόσια παιδεία, υγεία, ασφάλεια, πρόνοια, στέγαση κλπ) και χρόνιας – σχεδόν 20 χρόνια τώρα – υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης των εναπομεινάντων δημοσίων δομών.
Έτσι κατάφεραν ν’ αυξήσουν με αχανή τρόπο το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών - ανθρώπων και εθνών. Και παράλληλα να εξασφαλίσουν τις πρώτες γενιές ανθρώπων που σήμερα μπαίνουν στην εργασιακή ζωή αφάνταστα πιο μορφωμένοι απ’ ότι οι γονείς τους και με αφάνταστα χειρότερους όρους απασχόλησης, αμοιβής, ασφάλισης και σύνταξης απ’ ότι οι προηγούμενες γενιές. Κατάφεραν δηλαδή να διαλύσουν ακόμα και την πίστη σε μια αδιάλειπτη, έστω και σχετική, πρόοδο του ανθρώπινου γένους. Τα πράγματα περιπλέκονται παραπέρα καθώς, χάρη στη συνεχιζόμενη παρεμπόδιση της λήψης μέτρων για το φαινόμενο του θερμοκηπίου από μεριάς πριν απ’ όλα της κυβέρνησης των ΗΠΑ, προκειμένου μαζί με τη μείωση των ρύπων ν΄ αποτραπεί και οποιαδήποτε μείωση κερδών της αμερικανικής βιομηχανίας, βρίσκεται πια επί θύραις μια μεγάλη κλιματική αλλαγή, πιθανόν ήδη αναπόφευκτη, με ότι αυτή θα συνεπάγεται για το μέλλον του πλανήτη, των παιδιών μας και των παιδιών των παιδιών μας.
Σήμερα ξέρουμε επίσης ότι λόγω του σαρώματος των εθνικών συνόρων προς διευκόλυνση του χρηματιστικού κεφάλαιου, η κρίση των subprimes που εκδηλώθηκε μέσα στο 2007, αντί να περιοριστεί στις αμερικάνικες τράπεζες και εταιρείες επενδύσεων που εξέδωσαν τα επισφαλή δάνεια, χάρη στην κεφαλαιοποίηση τους και την επακόλουθη κυριολεκτικά αχαλίνωτη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, απειλεί να μετατραπεί, σύμφωνα και με την πρόσφατη προειδοποίηση του πρώην προέδρου της FED Γκρίνσπαν, στη σοβαρότερη οικονομική κρίση μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ξέρουμε επίσης ότι προκειμένου να σώσουν χρηματιστηριακούς κολοσσούς από τη χρεοκοπία και να διευκολύνουν την εξαγορά ό,τι έχει μείνει από άλλους χρηματιστηριακούς κολοσσούς, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις προς το παρόν στις ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία καλύπτουν με τα χρήματα των φορολογούμενων τις ζημιές. Έτσι η νεοφιλελεύθερη σκέψη της πλήρως απελευθερωμένης αγοράς κατέληξε σήμερα στην πρακτική της εθνικοποίησης των ζημιών της ιδιωτικής κερδοσκοπίας χωρίς βεβαίως οποιοδήποτε συνοδευτικό προβληματισμό για εθνικοποίηση κερδών.
Αν σήμερα ξέρουμε πλέον με μετρήσιμο τρόπο που οδήγησε η συζήτηση για τους τρόπους και μορφές της οικονομικής ανάπτυξης, τα πράγματα είναι πιο ασαφή με την πρώτη συζήτηση, με τις αλλαγές στο πολιτιστικό εποικοδόμημα.
Οι μετανεωτερικοί αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο ως υπέρβαση του νεωτερικού σχεδίου και προγράμματος, που κατ’ άλλους δεν έχει και κατ’ άλλους δε μπορεί να ολοκληρωθεί. Ενός σχεδιάσματος, που εξέφραζε από την εποχή του Διαφωτισμού τον ορθολογισμό, τον τεχνοκεντρισμό, την ομογενοποίηση στον τρόπο απόκτησης γνώσης, τη φιλοσοφική υπόθεση ότι υπάρχουν απόλυτες αλήθειες, τις οποίες μπορεί κανείς μέσω της έρευνας να προσεγγίσει σταδιακά και την πεποίθηση σε μια πορεία αδιάλειπτης καλυτέρευσης της κοινωνίας, μια γραμμική προοπτική που οδηγεί στη συνεχή πρόοδο. Αντίθετα, η μετανεωτερική θεώρηση, που μεταξύ 1970 και 1980 συνδέθηκε με τις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα με την ανάλυση του πολιτισμού, του λόγου (discourse) και της σεξουαλικότητας, αρνείται την ύπαρξη αλήθειας και οποιασδήποτε γραμμικής πορείας προς την πρόοδο, κατ’ ουσία την ίδια την Ιστορία. Δεν πιστεύει καν στην ύπαρξη γενικευμένων κανόνων ορθού λόγου και δομών, που να επιτρέπουν την υπαγωγή των ξεχωριστών ανθρώπων σε ομάδες. Κατά την άποψη της, το κύριο δεν είναι οι κοινωνικές δομές και σχέσεις, αλλά ότι αλλάζει το στιλ στην τέχνη και στην αντίληψη για την αισθητική. Ότι εμφανίζονται και διαδίδονται τα νέα ηλεκτρονικά ΜΜΕ και ο μαζικός πολιτισμός και αναβαθμίζεται η σημασία νέων θεματικών, όπως εκείνη των φύλων, των φυλών, της εθνικότητας. Όλες οι εμπειρίες, από τις άμεσα «βιωματικές καταστάσεις», όπως αντανακλώνται στις τέχνες, μέχρι και την ίδια την επιστήμη, είναι υποκειμενικές και συνεπώς σχετικές. Συμβολισμοί και γλώσσα εμφανίζονται ως το υποκατάστατο ή και άμεσες λειτουργίες της ταυτότητας του ατόμου.
Είναι γεγονός ότι ο υπερτονισμός του πλουραλισμού και της ετερότητας δίνει τη δυνατότητα της θετικής πρόσληψης του διαφορετικού και του «παράξενου». Η μεθοδευμένη κατάτμηση του κόσμου και της γνώσης, που προκύπτει απ’ αυτήν, επιτρέπει την αναλυτική και δημιουργική προσέγγιση επιμέρους φαινομένων κι αυτή η εμβάθυνση στο επί μέρους δίνει στη μετανεωτερικότητα μια εξαιρετική διεισδυτικότητα. Διαμορφώνει επίσης μια εναλλακτική θεώρηση στις μηχανιστικές γραμμικές θεωρήσεις της ιστορίας, των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτισμικών τους εκφράσεων.
Η μετανεωτερικότητα, όμως, είναι απόλυτη στο ρόλο της ως φορέας του ατομικού και του πιο άκρατου υποκειμενισμού και στη θεώρηση του κόσμου ως ένα συνονθύλευμα ή άθροισμα περιφερειακά διασυνδεμένων τρόπων ζωής και βιωματικών σφαιρών ύπαρξης: Εφόσον πίσω από τη χαοτική επιφάνεια της ζωής δεν υπάρχει κάποια δομή, δεν υπάρχει οτιδήποτε που να προσεγγίζει μια Μεγάλη Αφήγηση, δεν υπάρχουν άρα και κυρίαρχες σχέσεις και δομές που να επηρεάζουν, έστω και έμμεσα, έστω και από μακριά, τα επί μέρους φαινόμενα της καθημερινής ζωής. Τα φαινόμενα και η ουσία της κρίσης γίνονται αντιληπτά και βιώνονται ως ατομικές-προσωπικές υποθέσεις. Πρακτικά ο άνθρωπος δε μπορεί να κάνει τίποτα άλλο για να βελτιώσει τη ζωή του πέρα από το να παλέψει σε ατομικό επίπεδο και με ατομικά μέσα γι΄ αυτό.
Οι ίδιοι οι μετανεωτερικοί αντιμετωπίζουν τα «συμπτώματα» της μετανεωτερικότητας ως ουδεμία σχέση έχοντα με τη σφαίρα της οικονομίας ή με τους πραγματικούς υλικούς όρους ζωής. Αντίθετη γνώμη έχουν άλλοι κύκλοι, που συνδέοντας την πολιτική οικονομία με τη μετανεωτερικότητα θεωρούν ότι ο καπιταλισμός έχει βρει νέους τρόπους πολιτισμικής έκφρασης, που αντιστοιχούν σε νέους τρόπους πειθαναγκασμού των πολιτών.
Ο Χάρβεϊ, για παράδειγμα, θεωρεί ότι καθώς επιταχύνεται η λεγόμενη «συμπύκνωση χώρου και χρόνου» (που προκαλείται από την επιτάχυνση των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης πριν απ’ όλα στη σφαίρα κυκλοφορίας του κεφάλαιου, ο θεατής-καταναλωτής των εικόνων των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, όμως, τις προσλαμβάνει με την αίσθηση του λεγόμενου «παγκόσμιου χωριού»), οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, οι κύκλοι της μόδας και ο χρόνος ζωής των εμπορευμάτων επηρεάζουν ριζικά τους κώδικες μετάδοσης των κοινωνικών αξιών.
Ο Τζέϊμσον ήδη από το 1984 ερμηνεύει τον μεταμοντερνισμό ως την «πολιτιστική λογική του ύστερου καπιταλισμού». Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της μετανεωτερικής οικονομικής φάσης βρίσκεται, κατά τη γνώμη του, στ΄ ότι είναι ο ίδιος ο πολιτισμός που «εμπορευματικοποιείται» και καταναλώνεται, που έχει ενσωματωθεί στην εμπορευματική παραγωγή.
Σύμφωνα με τα λόγια του, την κατάσταση αποδίδει καλύτερα η λέξη «έκρηξη: μια τεράστια επέκταση του πολιτισμού σε ολόκληρο το “κοινωνικό πεδίο”, ως το σημείο που καθετί στην κοινωνική ζωή μας – από την οικονομική αξία και την κρατική εξουσία ως τις πρακτικές και τη δομή της ίδιας της ψυχής – μπορεί να ειπωθεί ότι έχουν γίνει “πολιτιστικά”… Αυτό που συνέβη είναι ότι η αισθητική παραγωγή σήμερα έχει ενσωματωθεί στην εμπορευματική παραγωγή γενικά, η φρενήρης οικονομική πίεση να παραχθούν νέα κύματα από ακόμη πιο καινοφανή φαινομενικά εμπορεύματα (από ρούχα μέχρι αεροπλάνα), σε ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς εναλλαγής, αναθέτει σήμερα μια ολοένα και περισσότερο ουσιαστική δομική λειτουργία και θέση στη αισθητική καινοτομία και στον πειραματισμό».
Κι όπως γράφει ο Κόνορ αναφερόμενος στις απόψεις του: «Η παραγωγή, η ανταλλαγή, το μάρκετινγκ και η κατανάλωση των πολιτιστικών μορφών – με την ευρύτερη έννοια, που συνεπώς συμπεριλαμβάνει τη διαφήμιση, την τηλεόραση και τα ΜΜΕ γενικότερα – γίνονται κύριο επίκεντρο και έκφραση της οικονομικής δραστηριότητας. Εδώ, οι εικόνες, το ύφος και οι αναπαραστάσεις δεν είναι τα διαφημιστικά εξαρτήματα των προϊόντων της οικονομίας, αλλά τα ίδια τα προϊόντα. Κατά παρόμοιο τρόπο, η έκρηξη της τεχνολογίας της πληροφορικής καθιστά την ίδια την πληροφορία …το πιο σημαντικό εμπόρευμα.»
Καθώς ο μεταμοντέρνος πολιτισμός είναι πλήρως εμπορευματοποιημένος, κυρίαρχο κριτήριο του τείνει να γίνει κυρίως τι δίνει άμεση ικανοποίηση και φέρνει κέρδη.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Αναφέρθηκα σε μια συζήτηση που καλά κρατεί απ΄ τη δεκαετία του ’80, υπάρχει όμως και μια πραγματικότητα έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Κάποιοι άνθρωποι κι εδώ στην Κρήτη έχουν μάθει να ζουν με το κριτήριο που προαναφέρθηκε, τι ικανοποιεί άμεσα και φέρνει κέρδη, οι περισσότεροι όμως όχι. Κι έτσι κι αλλιώς οι νεότερες γενιές, οι φερόμενες ως οι κατεξοχήν φορείς τόσο ενός τέτοιου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης όσο και των αξιών του ανταγωνισμού σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο ιδεώδες του εγωϊστικού, μοναχικού ατόμου, βρίσκονται αντιμέτωπες με την κρίση του πραγματικού μοντέλου κατανάλωσης και προσπόρισης ικανοποίησης, που έχουν κόψει και ράψει στα μέτρα τους οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές: Ωράρια παντελώς ελαστικά με αμοιβές στο κατώτερο ύψος της συλλογικής σύμβασης για ανθρώπους με μεταπτυχιακά, κάποιοι και με διδακτορικά, αν είναι αρκετά τυχεροί για να βρουν κάποια δουλειά πλήρους απασχόλησης. Αλλιώς, ελαστικές σχέσεις εργασίες με μισό ένσημο και κατοχύρωση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του Αγίου Ποτέ (ευτυχώς που σ΄ αυτές τις ηλικίες υπάρχει ακόμα μια αίσθηση αθανασίας!). Με αποτέλεσμα, μορφωμένοι 30ρηδες, αγόρια και κορίτσια, που αντί να φροντίζουν τη δική τους πλέον οικογένεια ζουν αναγκαστικά με τους γονείς τους, αναγκασμένους σ’ αυτή την ηλικία να συνεχίζουν να τους χαρτζηλικώνουν. Στην πραγματικότητα, τις νεότερες γενιές σήμερα φαίνεται να τις προορίζουν σε μεγάλο βαθμό ως θύματα σ’ έναν άγριο κοινωνικό πόλεμο όχι ενάντια στη φτώχεια, αλλά ενάντια στους φτωχούς - και μάλιστα, τους νέους φτωχούς.
Πρόκειται για έναν πόλεμο με θύματα και τους εργαζόμενους που σήμερα ακόμα θεωρούν ότι δεν τους αφορά, επειδή βρίσκονται ακόμα σε θέση να φροντίζουν, ώστε να ζουν με αξιοπρέπεια αυτοί και η οικογένεια τους. Ας σκεφτούν αν θα είναι σε θέση να συνεχίσουν να το κάνουν αυτό όταν γεράσουν ή αν θα είναι σε θέση τα παιδιά τους να συνεχίσουν να ζουν με το επίπεδο ζωής που έχουν τώρα. Όσο για ό,τι ικανοποιεί άμεσα και φέρνει κέρδη, φαίνεται να περιορίζεται στους μεγαλομέτοχους. Γιατί βέβαια οι μικροί επιχειρηματίες κοιμούνται και τα βράδια ονειρεύονται πως θα καλύψουν τις αυριανές επιταγές.
Φίλες και φίλοι,
Ξέρετε καλύτερα από μένα ότι το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήθηκε λίγο πολύ σ’ όλο το νησί έχει φτάσει τα όρια του. Στα καφενεία των χωριών ο ξένος βρίσκει ανθρώπους αποκαρδιωμένους, που δεν περιμένουν πια τίποτα. Θα σας πουν ότι είναι η τελευταία γενιά αγροτών, που έζησε από τη γη της. Και θα σας διηγηθούν μόνοι τους πώς οι επιδοτήσεις στάθηκαν το εργαλείο για να διαφθαρούν συνειδήσεις και για να καταστραφεί μια κάποτε ανθούσα και αυτάρκης γεωργική παραγωγή. Κι οι λίγοι νεότεροι αγρότες; Βιολογικοί καλλιεργητές χωρίς καμιά στήριξη, κτηνοτρόφοι που δε μπορούν πλέον να πληρώσουν τις ζωοτροφές, εργαζόμενοι σε θερμοκήπια που αντιμετωπίζουν απανωτές «περιόδους χάριτος» με το νερό στα φράγματα, όπως πέρυσι στα Μπραμιανά, να ‘χει πατώσει και τις γεωτρήσεις, νόμιμες και παράνομες, να κατεβαίνουν εκατοντάδες μέτρα για να βγάλουν λίγο νερό, κι αυτό «χτυπημένο» απ’ τα φάρμακα που περνούν στον υδροφόρο ορίζοντα ή απ’ το αλάτι. Με τι απάντηση στην επαπειλούμενη ερημοποίηση του ανατολικού και νότιου κομματιού του νησιού; Αντί να φτιαχτούν τα πολλά μικρά φράγματα που σήμερα πλέον ξέρουμε ότι είναι η μόνη λύση, προωθούνται μεγαλεπήβολα έργα καταστροφής του περιβάλλοντος, όπως ο Αποσελέμης με ένα ολόκληρο δάσος κομμένα δέντρα στη λεκάνη συγκέντρωσης των νερών, 70.000 κομμένα δέντρα - για να γίνει ευρύτερα παραδεκτό πλέον σήμερα ότι δε θα δώσει λύση στο πρόβλημα του νερού για το Ηράκλειο και τα βόρεια παράλια του Νομού και ότι οι μόνοι που θα κερδίσουν θα είναι οι εργολάβοι του έργου. ΄Η μεγαλεπήβολα σχέδια για 5στερα ξενοδοχεία και μια ντουζίνα υδροβόρα νέα γήπεδα γκολφ σε μια περιοχή που το νερό είναι με δελτίο, όπως το Τοπλού. Ή λατομεία που λειτουργούν με άδειες μέσα σε περιοχές προστατευόμενες, δασικές περιοχές NATURA, όπως στην Κάντανο ή εδώ πολύ κοντά σ’ εσάς, στον Βαχό της Βιάννου– και που μάλιστα βγάζουν σήμερα κι άδειες επέκτασης.
Κι όταν το ίδιο το κράτος παρανομεί, δίνοντας νομική κάλυψη κατά παράβαση των νόμων στην καταστροφή του περιβάλλοντος, της μνήμης, της ιστορίας και των ανθρώπων, δεν παρέχει μόνο έτοιμες δικαιολογίες και ηθική κάλυψη στους πολίτες του για τις δικές τους παρανομίες. Όπως αποδεικνύει και η κρίση που ξέσπασε ανοικτά – γιατί κουφόβραζε εδώ και χρόνια - με αφορμή την περίπτωση των Ζωνιανών, οι ίδιοι οι μηχανισμοί του μέσα απ’ ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα, μέσα από ανώτερους κύκλους της αστυνομίας, μέσα απ’ το λεγόμενο παραδικαστικό κύκλωμα, γίνονται αξεδιάλυτο κουβάρι με το οργανωμένο έγκλημα.
Κοιτάξτε λίγο τη Βόρεια Παραλία του Νομού Ηρακλείου, τη ζώνη της Αυτοκρατορίας των Ξενοδοχείων, τη ζώνη της αυθαίρετης δόμησης. Κοιτάξτε και θα δείτε το ρήμαγμα των μικρομεσαίων μονάδων, οι περισσότερες χωρίς συμβόλαια με τουριστικούς πράκτορες πλέον, θλιβερά κουφάρια της εποχής που κτίστηκαν, κατά κανόνα εν μέρει αυθαίρετες, και του κριτήριου «άμεση ικανοποίηση και κέρδη» σε μια περίοδο κατά την οποία στην Κρήτη το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης του τουρισμού «ήλιος και θάλασσα» καταρρέει συνθλιμμένο από χαμηλές τιμές και αποικιακού χαρακτήρα συμβάσεις με τους ξένους τουρ-οπερέιτορς, μειωμένη ζήτηση και υψηλά κόστη.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Οι άνθρωποι στην Κρήτη, σ’ ένα τραχύ περιβάλλον που δεν έκανε εύκολη υπόθεση την επιβίωση, μάθαιναν από παιδιά να είναι μαχητές. Και στις σημερινές συνθήκες αυτού του ακήρυχτου κοινωνικού πολέμου, άνθρωποι που προέρχονται από μια συγκεκριμένη παράδοση, χάρη στην οποία οι γονείς τους μισό αιώνα πριν ξανάχτισαν τα πάντα πάνω στα ερείπια όχι απλώς των χωριών τους αλλά και των οικογενειών τους - μισοί χιλιάδα εκτελεσμένοι - δεν πρέπει να το βάζουν κάτω. Πρέπει να μάχονται γι΄ αυτό που είναι δικαίωμα τους: Να μπορούν να ζουν, εφόσον το επιλέγουν, με αξιοπρέπεια στον τόπο τους. Και σ’ έναν τόσο όμορφο τόπο, όπως είναι η περιοχή σας.
Και βέβαια για να μη φεύγουν οι νέοι απαιτούνται διέξοδοι οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης για τις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, που θα τις βγάζουν από την απομόνωση στην οποία τις έχουν καταδικάσει οι ίδιοι εκείνοι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι που σήμερα σφυρίζουν αδιάφορα. Χρειάζονται σύγχρονοι δρόμοι πρόσβασης. Ουσιαστική στήριξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, δημιουργίες ζωνών βιολογικής καλλιέργειας και κτηνοτροφίας, εναλλακτικές μορφές τουρισμού με πραγματικό σεβασμό στο περιβάλλον, με ανάπλαση των τόσων ερειπιώνων από δημόσια κι ιδιωτικά κτίρια στα χωριά, χωρίς να γεμίσουν τα δάση και η άγρια κι ελεύθερη φύση και μ΄ άλλο τσιμέντο. Χρειάζονται πολιτιστικές και ευρύτερες μορφωτικές υποδομές, μια αναβαθμισμένη εκπαίδευση. Στήριξη όλων των μορφών αυτοοργάνωσης κι ενίσχυση της κοινωνικής υπευθυνότητας των ανθρώπων. Να θεωρήσουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, που είναι η μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, των κτηνοτρόφων και των εργαζόμενων στην ύπαιθρο της Κρήτης, αντρών και γυναικών, ότι είναι δικό τους πρόβλημα το να ενισχυθούν οι αντιστάσεις που υπάρχουν στις τοπικές κοινωνίες.
Γιατί είναι φανερό ότι τελικά αυτό που χρειάζεται είναι ένας άλλος τύπος ανάπτυξης από το «μονόδρομο» του νεοφιλελευθερισμού. Με αποφασιστική στήριξη και χρήση αυτού ακριβώς που διαλύεται σήμερα, του δημόσιου χώρου, των δημόσιων επιχειρήσεων και μέσων παρέμβασης, των δημοσιονομικών μεγεθών ως εργαλείων αναδιανομής για μια ανάπλαση της οικονομικής, της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής προς όφελος της ικανοποίησης των πραγματικών αναγκών της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζόμενων γυναικών και αντρών, κι όχι για την επιλεκτική “κοινωνικοποίηση» των ζημιών των μεγάλων ιδιωτών κερδοσκόπων. Με υποδομές κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης και με θεσμούς ουσιαστικής κοινωνικής προστασίας των πιο αδύνατων κρίκων της σημερινής κρητικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των ξένων μεταναστών. Η επαφή με την τέχνη και τη δημιουργία και παράλληλα η ανάπτυξη του ερασιτεχνικού πολιτισμού και της άθλησης είναι αναντικατάστατες για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ενίσχυση ενός συστήματος διαφορετικών, από τις κυρίαρχες, αξιών. Μέσα από τέτοιους δρόμους αντίστασης στη βαρβαρότητα της εμπορευματοποίησης των πάντων, που εμφανίζεται ως το συνηθισμένο και «φυσιολογικό», και υπεράσπισης των υλικών και μη υλικών όρων μιας ζωής που δε θα κάνει κανένα να ντρέπεται, περνάει εξάλλου σήμερα η διαδικασία ανθρωποποίησης του ανθρώπου.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΑ ΚΕΡΔΗ Ή ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ;
Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη
on
1:28:00 μ.μ.
Rating: