Ομιλία στην εκδήλωση «Στιγμές
απ’ τη ζωή και το έργο του Κώστα Κάππου»
Παλαιά Βουλή, 18.11.2012
Αγαπητές φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ο Κώστας Κάππος ζωντανός κράτησε στενές επαφές με όλα τα ρεύματα της Αριστεράς και πριν απ’ όλα βέβαια με το ΚΚΕ, απ’ το οποίο και προερχόταν. Σήμερα, μια εφταετία – και τι εφταετία ήταν αυτή… – απ’ το θάνατο του, κατάφερε για τρίτη φορά το “ακατόρθωτο”: Όπως για πρώτη φορά στην κηδεία του, όπως για δεύτερη φορά δυο χρόνια αργότερα κατά την παρουσίαση του μεταθανάτιου βιβλίου με ανέκδοτα κείμενα του που με τίτλο Η επανάσταση που έρχεται εξέδωσε ο γιος του ο Θανάσης το 2007, μετά από κενό μιας πενταετίας να βρεθούμε και πάλι μαζί: Όχι απλά φίλοι και σύντροφοι του από διάφορες περιόδους της ζωής του, αλλά και άνθρωποι σχεδόν από κάθε ρεύμα και χώρο της, κομμουνιστικής και μη, Αριστεράς ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της οικογένειας του, της Πόπης, του Θανάση και της Φωτεινής, για να μιλήσουμε γι΄ αυτόν και τους καιρούς μας.
Τ’ ότι αυτό δεν καταφέρνουμε να το κάνουμε μόνοι μας μια περίοδο που η αντεπανάσταση, όπως θα ’λεγε ο Κώστας, λυσσομανάει παγώνοντας την εργαζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας μεταφορικά και, το χειμώνα που έρχεται, και κυριολεκτικά, δείχνει ταυτόχρονα δυο πράγματα: Πόσο ανεπαρκείς είμαστε όλοι μας ακόμα σήμερα για να σταθούμε στο ύψος ιστορικών περιστάσεων που, εγκαινιάζοντας την πιο δύσκολη περίοδο μετά τον εμφύλιο, απαιτούν μετωπικές λύσεις, κοινωνικά και πολιτικά. Και πόσο ασυνήθιστη και ισχυρή προσωπικότητα ήταν ο ίδιος, για να είναι σε θέση τόσα χρόνια μετά το θάνατο του να μας αναγκάζει να κάνουμε αυτό που δεν καταφέρνει η ιστορική συγκυρία: Να βρεθούμε συζητώντας μέσα στην ίδια αίθουσα, έστω με αφετηρία και κοινό πεδίο αναφοράς τον ίδιο.
Το Κώστα τον πρωτογνώρισα, ή μάλλον τον πρωτάκουσα, 19 χρονών ένα πρωϊνό του Μάρτη του 1974 σε μη συμβατικές συνθήκες: Λαθρακούγοντας πίσω απ’ τη γυρτή πόρτα μιας τουαλέτας που επίτηδες δεν έκλεινε, όπως όλες οι τουαλέτες στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στη Μεσογείων. Καθώς δεν επιτρεπόταν να συμπέσουμε άνθρωποι από διαφορετικά κελιά ταυτόχρονα σ’ αυτό το χώρο και ήμασταν κι οι δύο στην απομόνωση, από κάποιο μπέρδεμα που δεν επαναλήφθηκε ποτέ με οποιονδήποτε άλλον, έτυχε να τον βγάλουν την ίδια ώρα για να πλυθεί στη βρύση. Πίσω από τη γερτή πόρτα, λοιπόν, άκουσα τον παρακάτω δωρικό διάλογο, που για κάποιο λόγο θα τον θυμάμαι επί λέξει μέχρι να πεθάνω, ανάμεσα στο συνοδό φρουρό ασφαλίτη και στον άγνωστο συγκρατούμενο μου:
«Πώς σε λένε, παιδί μου;» (ο φρουρός ακουγόταν πολύ πιο νέος από το «παιδί», που η βαθειά φωνή του πρόδιδε άντρα που είχε περάσει τα τριάντα).
«Κώστα Κάππο.»
«Από πού είσαι;»
«Από το Άργος.»
«Τι δουλειά κάνεις;»
«Λογιστής.»
Αυτό ήταν όλο. Και μ’ αυτό το λαθραίο τρόπο ο Κώστας μπήκε στη ζωή μου. Πίσω στο κελί μου σκεφτόμουν πότε-πότε με θλίψη και συμπόνια τον καημένο τον άνθρωπο, που προφανώς η Ασφάλεια είχε μπλέξει μαζί μας κατά λάθος. Φανταζόμουνα ότι θα περνούσε κι αυτός των παθών του τον τάραχο χωρίς να έχει καμιά συμμετοχή στην υπόθεση μας («χτύπημα» κλιμάκιου της Κ.Ε. του ΚΚΕ και στελεχών της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ, με 135 συλλήψεις τον Φεβρουάριο του 1974 και παραπομπή, τελικά, στο Στρατοδικείο τον Ιούλιο 35 από μας). Χάρη στην αλαζονεία των 19 μου χρόνων και τον «αέρα» του φοιτητικού κινήματος της Αθήνας κι ενός Πολυτεχνείου πίσω μας, δε μου περνούσε ούτε καν σαν υποψία από το μυαλό ότι ήταν ποτέ δυνατόν ένας λογιστής που είχε περάσει τα τριάντα, καταχωρισμένος στη συνείδηση μου ως μικροαστός, αφού δεν ήταν ούτε εργάτης ούτε φοιτητής ή διανοούμενος, από μια επαρχιακή πόλη στην οποία, όπως σ΄ όλες τις επαρχιακές πόλεις, η ζωή θα επαναλαμβανόταν ακατάπαυστα με τους ίδιους πάντα μακρόσυρτους ρυθμούς, να έχει σχέση με το κίνημα της αντιδικτατορικής, πολύ περισσότερο της κομμουνιστικής αντίστασης. Πέρασαν μέρες μέχρι, μάλλον τυχαία, ν΄ αναφέρω χτυπώντας τον τοίχο στον Λάκη τον Σταθάκη, που είχαν πιάσει μέσα στο παράνομο τυπογραφείο της Πανσπουδαστικής και κρατούσαν σε απομόνωση στο διπλανό μου κελί, τη σύντομη στιχομυθία που είχα ακούσει. Από την αντίδραση του κατάλαβα ότι μάλλον άδικα λυπόμουνα όλον αυτόν τον καιρό τον «καημένο τον άνθρωπο».
Κι αντίθετα με ό,τι πίστευα, τον Κώστα τον Κάππο δεν τον είχαν αγγίξει στην Ασφάλεια: Ο Μάλλιος, ο Μπάμπαλης και οι άλλοι αξιωματικοί της στις περιπτώσεις μαζικών συλλήψεων δούλευαν «ορθολογικά», με οικονομία δυνάμεων και πόρων. Προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν χωρίς περισπασμούς στην ανάκριση των «καινούργιων», δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με όσους είχαν πιαστεί στο παρελθόν και δεν είχαν «σπάσει». Έτσι ο Κώστας στην Ασφάλεια ανακρίθηκε μάλλον τυπικά: Το 1968, βλέπετε, κρατούμενος της ΕΣΑ στο Στρατόπεδο του Διονύσου, είχαν δοκιμάσει πάνω του χωρίς αποτέλεσμα μια ευρεία γκάμα ανακριτικών «εργαλείων» κι είχαν καταλήξει να τον θάψουν ζωντανό, δεμένο μέσα σε φέρετρο.
Τον Απρίλιο του 1974, όμως, και για περίπου ένα μήνα, η Ασφάλεια έστειλε όλα τ΄ αγόρια και τους άντρες κρατούμενους της στο στρατόπεδο της ΕΣΑ στο Μπογιάτι. Εκεί ο Διοικητής του, ο περιβόητος Γκόρος, δεν έκανε τέτοιου είδους διακρίσεις. Σε βασανιστήρια υποβλήθηκαν όχι μόνο τ΄ αγόρια, αλλά όλοι ανεξαιρέτως, ακόμα και τα ηλικιωμένα και παλαίμαχα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ, ακόμα και σκληροτράχηλοι άντρες όπως ο Αντώνης Αμπατιέλος, παλιοί θανατοποινίτες που είχαν ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε εξορίες και φυλακές. Θαρρείς και στόχος του χουντικού καθεστώτος δεν ήταν η συγκέντρωση πληροφοριών προκειμένου να χτυπηθεί η αντίσταση, αλλά η εκδίκηση. Όσο απάνθρωπα όμως κι αν βασάνισαν τους άλλους, η περίπτωση του Κώστα ήταν η μόνη απ’ όσες έχω υπόψη μου κατά την οποία επιχειρήθηκε χωρίς κανένα πρόσχημα η εκτέλεση του: Μετά από μέρες ξύλο, με δεκάδες ανοιχτές πληγές σ΄ όλο του το σώμα να αιμορραγούν, τον έδεσαν μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι του κελιού με τα χέρια πίσω με χειροπέδες, στοίβαξαν στην πλάτη του ένα σφραγισμένο σακί τσιμέντο και τον άφησαν να πεθάνει μόνος του μέσα στο κελί, αργά, από ασφυξία – ένας θάνατος παρόμοιος μ΄ αυτόν του Μεσαίωνα, όταν έβαζαν μια μεγάλη πέτρα πάνω στο στήθος του κρατούμενου και συνέχιζαν να τον ανακρίνουν μέχρι ν΄ αφήσει την τελευταία του πνοή με συνθλιμμένους τους πνεύμονες. Ο Κώστας νίκησε, όμως, τότε κι έζησε 31 χρόνια ακόμα μέχρι το θάνατο του: Κατάφερε να τρυπήσει με τα δάκτυλα του το σακί, με αποτέλεσμα να χυθεί το τσιμέντο λίγο-λίγο πριν καταστραφούν οι πνεύμονες του. Την επόμενη μέρα οι δεσμοφύλακες του τον βρήκαν σε άθλια κατάσταση, αλλά ακόμα ζωντανό. Αποφάσισαν τότε να τον μεταφέρουν, όπως ήταν μισοπεθαμένος, στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σταδιακά σε 7 πλαστικές εγχειρίσεις και νοσηλεύτηκε όλο το επόμενο διάστημα με το ψευδώνυμο Ανέστης Ανέστης. Κρυφά από την Πόπη, που μάταια έτρεχε αναζητώντας τον από χώρο σε χώρο κράτησης κι από υπηρεσία σε υπηρεσία, πάντα με το γιο τους, το Θανάση, μωρό στην αγκαλιά, καθώς ούτε η Ασφάλεια ούτε η ΕΣΑ έδιναν οποιαδήποτε πληροφορία για την τύχη του. Ο Κώστας έμεινε «αγνοούμενος», «εξαφανισμένος», σχεδόν μέχρι την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος. Οι ουλές ψηλά στο μάγουλο του κάτω από τον αριστερό του κρόταφο, που φαίνονται ολοκάθαρα ακόμα και στις πιο πρόσφατες φωτογραφίες του τρεις δεκαετίες αργότερα, είναι από το Μπογιάτι. Το ίδιο άσκημες ήταν κι οι ουλές που δε φαίνονταν, κρυμμένες κάτω απ’ τα ρούχα του: Δύο μήνες μετά την απελευθέρωση μας, το Σεπτέμβριο του 1974, μετέφραζα ζωντανά μια συνέντευξη του για τα βασανιστήρια σ΄ ένα σκανδιναβικό κανάλι, όταν οι δημοσιογράφοι του ζήτησαν να γδυθεί. Τον είδα με το σώβρακο, και το κορμί του, πλάτη, γλουτοί, κοιλιά και πόδια, ήταν σαν ανάγλυφος γεωφυσικός χάρτης: Λες κι είχαν αφαιρέσει με μαχαίρι κομμάτια σάρκας σε διάφορα σημεία…
Έτσι οι αγωνιστικές εμπειρίες και οι πολιτικές επιλογές του σημάδεψαν ανεξίτηλα όχι μόνο τη ματιά του στον κόσμο, αλλά και τη μορφή του. Σε τεύχος του Αντί του 1974 υπάρχει η παρακάτω περιγραφή του: «Αρτιμελής, καλοφτιαγμένος από τη φύση του. Το μόνο που δεν ήξερε ήταν η αντοχή του. Αυτήν τη δοκίμασε στο Διόνυσο και αργότερα στο Μπογιάτι. ‘Οσοι τον ήξεραν πριν είδαν ότι τόσο η μορφή του όσο και η διάπλαση του είχαν αλλοιωθεί. Τα βασανιστήρια είχαν αλλοιώσει τη διάπλαση και τη μορφή του». Κι ο Κάππος απάντησε ως εξής σε ερώτηση των συνηγόρων υπεράσπισης των βασανιστών της Ασφάλειας στη Δίκη της Χαλκίδας το Νοέμβρη του 1975: «-Πιστεύετε στη θρησκεία μας;” «-Όχι, δεν πιστεύω. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύω στην “Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών”. Στους “Χριστιανούς” που κάνουν βασανιστήρια.»
Από τις πρώτες εκλογές της μεταπολίτευσης, αυτές του Νοεμβρίου 1974, και επί μία 15ετία, ο Κώστας Κάππος εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής του ΚΚΕ και υπήρξε κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος. Μέχρι τον Ιούλιο του 1989, όταν σε αντίθεση με τη στάση του κόμματος μας, που συμμετείχε πλέον στη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη, ο Κώστας έκανε και πάλι αυτό που έκανε κάθε χρονιά σ’ αυτή την περίσταση: Καταψήφισε στη Βουλή τις στρατιωτικές δαπάνες - «θέτοντας εαυτόν εκτός κόμματος». Η ιστορία έφερε έτσι τα πράγματα που αυτός, ο πιο πιστός θα ‘λεγε κανείς απ’ όλους στο κόμμα του, το 1989 να σώσει την τιμή της αριστεράς συνολικότερα.
Οι ιδιότητες του αγωνιστή και του πολιτικού αλληλοσυμπλέκονταν σ΄ όλη τη ζωή του Κώστα Κάππου. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που απαντά σ’ ερώτηση δημοσιογράφου σε συνέντευξη στην «Κ.Ε» του 1991:
«–Τελικώς κ. Κάππο, επιμένετε σε μια λογική που όλα δείχνουν ότι είναι εκτός πραγματικότητας;
-Το Νοέμβριο του 1916 ο Λένιν σε διάλεξη του είπε ότι δυστυχώς δε θα ζήσουμε να δούμε εμείς τη σοσιαλιστική επανάσταση. Τελικά και αυτός ο ίδιος, ο μεγαλύτερος επαναστάτης, με τον τρόπο που το λέτε, εκτός πραγματικότητας ήταν. Και το 1967, όταν ήμουν διευθυντής λογιστήριου σε εργοστάσιο και τα εγκατέλειψα όλα για ν΄ αγωνισθώ κατά της χούντας, όλοι μου λέγανε “εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και θέλεις να ρίξουμε τη χούντα;”. Κι η δικτατορία έπεσε κι εγώ κατέληξα να βγω βουλευτής.
-Καταλήξατε;
-Ναι, γιατί δεν ήταν αυτός ο στόχος μου.»
Σε συνέντευξη του στον Ταχυδρόμο το 1993 ξεκαθαρίζει ότι
δεν υπήρξε ποτέ πολιτικός καριέρας: «Δεν ήμουν κατ΄ επάγγελμα βουλευτής. …Όταν εκλέχτηκα βουλευτής, ήξερα ότι δε θα είμαι συνέχεια. Το 1975 δήλωσα στην Κεντρική Επιτροπή ότι πολλοί έχουν τη συνήθεια να θεωρούν ότι όταν ένας είναι Γραμματέας ό,τι λέει είναι καλό και μόλις φύγει του ρίχνουν κατάρες. Εγώ λοιπόν τους είπα από τότε: “Εγώ θα βάζω τα ζητήματα όσο είναι στην καθοδήγηση ο Γραμματέας”.»
Ίσως με ακόμα πιο καθαρό τρόπο υποτάσσει την ιδιότητα του πολιτικού σ’ εκείνη του αγωνιστή σε προγενέστερη συνέντευξη του στην «Κ.Ε», το 1989:
«-κ. Κάππο, ποιος είστε πάνω στην πολιτική σκηνή;».
«- Ποιος είμαι… Κοιτάξτε, δεν έχω πολιτικές φιλοδοξίες να είμαι βουλευτής ή να παίξω κάποιο ρόλο και τα παρόμοια. Έχω αφιερώσει τον εαυτό μου στις κομμουνιστικές ιδέες, τις ιδέες της προόδου, και ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες αγωνίζομαι. Όπως το ’67, που ήμουν ένας λογιστής στον Πειραιά και είδα να γίνεται δικτατορία χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανένας κι έφυγα από το σπίτι μου κι έψαχνα να βρω που γίνονται διαδηλώσεις, που γίνονται συγκεντρώσεις, γιατί κατάλαβα τ΄ ότι το να μουτζουρώνεις χαρτιά, να κάνεις το λογιστή δεν έχει τόση σημασία όσο το να παίξεις κάποιο ρόλο για ν΄ ανατραπεί αυτή η κατάσταση.»
Στην ίδια συνέντευξη εξηγεί ότι το 1946, παιδάκι 9 χρονών, είχε δει χίτες να βασανίζουν ένα ΕΑΜίτη στην πλατεία του χωριού του, κι αυτό σημάδεψε τη ζωή του. «Σ΄ αυτό το γεγονός», λέει, «νομίζω ότι οφείλεται η απέχθεια μου γενικά προς όλα αυτά τα στοιχεία του κατεστημένου μηχανισμού της άρχουσας τάξης.»
Μέσα απ’ τις συνεντεύξεις και άλλα κείμενα του μεταθανάτιου βιβλίου του Η επανάσταση που έρχεται, αποτυπώνεται με μεγάλη καθαρότητα το τρίπτυχο της προσωπικότητας και της διαδρομής του στο δημόσιο χώρο: Ο αγωνιστής, ο πολιτικός κι ο άνθρωπος που ενώ κυριαρχούνταν με έντονο τρόπο από τις ιδέες του, παρέμενε ανοιχτός στο καινούργιο, συνέχιζε να σκέφτεται και, όπως λέει και ο ίδιος στα κείμενα του, «να το ψάχνει». Όσοι είχαμε το προνόμιο να τον ξέρουμε και από τη σφαίρα της προσωπικής του ζωής έχουμε συνείδηση με πόση πιστότητα η δημόσια εικόνα του αντανακλούσε την ιδιωτική. Αυτό για τον Κώστα είχε πέρα απ’ όλα τ’ άλλα να κάνει με τ΄ ότι γι΄ αυτόν ήταν θέμα αρχής να ζει την ιδιωτική του ζωή κυριολεκτικά στη δημόσια σφαίρα.
Τις μέρες μας που, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων βρίσκεται αντιμέτωπη με την προοπτική ενός κοινωνικού ολοκαυτώματος, σε επίπεδο ΜΜΕ κυριαρχείται από τις διάφορες «λίστες» τύπου «Λαγκάρντ», ας θυμηθούμε τι έλεγε ο ίδιος σε ανάλογες περιπτώσεις. Θεωρώντας ότι τα σκάνδαλα είναι σύμφυτα με τον καπιταλισμό, ειρωνευόταν τον κοπετό περί ελέγχου και διαφάνειας, κι όχι μόνο την περίοδο του σκανδάλου Κοσκωτά. Σε άρθρο του στην «Ε» (2004) απευθύνει μια πρόκληση: «Ας καταργήσουν το εμπορικό, φορολογικό, τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο, που αποκλείουν οποιοδήποτε έλεγχο για να χτυπηθεί η διαφθορά, οι μίζες και η ληστεία του δημόσιου χρήματος και ας εξασφαλίσουν την πρόσβαση των συνδικάτων, με τη βοήθεια τεχνικών συμβούλων, στα λογιστικά βιβλία των επιχειρήσεων.»
Το τι γίνεται εκεί το ήξερε από πρώτο χέρι, έχοντας χρηματίσει διευθυντής λογιστηρίου προχουντικά και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μετά όμως το 1989, όταν σταμάτησε να είναι βουλευτής και ξανάρχισε να δουλεύει ως λογιστής, αυτή η γνώση μετασχηματίστηκε στο προσωπικό επαγγελματικό του πρόβλημα, που αναφέρει σε συνεντεύξεις του: «Δουλεύω ως λογιστής. Επειδή όμως είμαι γνωστός για το τι πιστεύω και τι εκπροσωπώ και επειδή οι επιχειρήσεις κάνουνε διάφορες μανούβρες (σ.σ.: τι κομψή έκφραση για τη φοροδιαφυγή!), δεν μπορώ ν΄ αποκατασταθώ επαγγελματικά και να έχω μια δουλειά με ανθρώπινο ωράριο. Γι΄ αυτό κι αρκούμαι πλέον σε μικρές δουλειές, με λίγες ώρες απασχόλησης» (συνέντευξη στο Ένα, 1992.) Την ίδια εποχή δούλευε νύχτα λογιστής σε μια επιχείρηση στον Ταύρο και συνήθιζε κάποιες βραδιές να περνάει, μετά τις 12 τα μεσάνυχτα που σχολούσε, από το σπίτι μας στην Καλλιθέα για λίγη κουβέντα.
Ένας τέτοιος άνθρωπος, που δεν ανταποκρινόταν ευρύτερα στα συνήθη πρότυπα, έφερνε σε αμηχανία τους δημοσιογράφους. Αυτό αντανακλάται και στις, επιθετικές ή πατερναλιστικές, συνήθως όμως και με μια δόση κρυφού θαυμασμού, προσεγγίσεις τους στις συνεντεύξεις του.
Όπως παρατηρεί ένας απ’ αυτούς στην «Κ.Ε» το 1989: «Δεν έχει δικό του σπίτι, δεν έχει λογαριασμό στην τράπεζα, δεν έχει τίποτα δικό του. Προσπαθώ να φανταστώ το διαμέρισμα του στου Γκύζη…» (Εννοεί το ίδιο τριάρι στο οποίο πέθανε ο Κώστας 16 χρόνια αργότερα.) Ενώ σε κάποιο σημείο της ίδιας συνέντευξης – ας θυμηθούμε ότι την παίρνει το 1989 – τον ρωτά με μάλλον πραγματική απορία: «Προσπαθώ να φανταστώ με ποιο όραμα ζείτε αυτή τη στιγμή, κ. Κάππο».
Όσο για τον δημοσιογράφο που του έπαιρνε συνέντευξη για το περιοδικό Ένα το 1992, αυτός σχολιάζει: «Αν καταφέρεις να έχεις στα πενήντα σου τα οράματα που είχες στα δεκαεφτά σου, ε τότε κουβαλάς ακόμη τη νιότη μέσα σου. Να, ας πούμε ο Κώστας Κάππος φέρει τη φήμη του πλέον αδιάφθορου κι ανιδιοτελούς στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος… Σήμερα είναι ένας μοναχικός κομμουνιστής, εργαζόμενος ως λογιστής… Και το “ψάχνει” ακόμα». Για να τον ρωτήσει λίγο παρακάτω: «Εσείς βέβαια παραμένετε σταθερός στα πολιτικά σας πιστεύω και ίσως ένας κακόπιστος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι παραμένετε πιστός στη χίμαιρα. Ειλικρινά, πιστεύετε πως η εργατική τάξη με τα σημερινά κοινωνικοπολιτικά δεδομένα μπορεί να πάρει την εξουσία στα χέρια της;»
Σε άλλο πνεύμα ο Γιάννης Διακογιάννης, που αν και προερχόταν από τη μη κομμουνιστική αριστερά σε πολλά έμοιαζε με τον Κώστα – μεταξύ άλλων, ήταν κι αυτός άνθρωπος αρχών, αρνιόταν να κάνει, όπως και ο Κώστας, ακόμα και τους λεγόμενους «λογικούς» συμβιβασμούς και μετά από δυόμισι δεκαετίες βραβευμένης δημοσιογραφίας βρισκόταν επίσης χωρίς ιδιοκτησία και με άδειο τραπεζικό λογαριασμό-, έγραφε με ικανοποίηση στα ΝΕΑ το 2000: «Ο κ. Κάππος τελικώς αν δεν έδινε το μεγαλύτερο μέρος από τη βουλευτική του σύνταξη στη χώρα που αγωνίστηκε ο Τσε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά έπαιζε τα χρήματα του στο χρηματιστήριο αξιοποιώντας τις οικονομικές του γνώσεις, ίσως με τα 40.000.000 δραχμές που πρόσφερε από το 1992 (200.000 το μήνα στην Αβάνα και άλλα τόσα στο ΚΚΕ) να ήταν σήμερα πλούσιος.»
Είναι ολοφάνερο ότι ο Κώστας δεν έπασχε απ’ αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «πατριωτισμό των ευρώ». Όπως εξηγούσε σε σημείωμα του («Ρ», 1999): «Πέρα απ’ τα χρήματα υπάρχουν αξίες, ιδανικά. Οι αστοί ιδεολόγοι, βέβαια, δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, γιατί η ιδεολογία τους χωρίς οικονομική στήριξη είναι ανύπαρκτη.»
Ο Κώστας Κάππος είχε πλήρη συνείδηση της αξίας των ιδεών και του αναντικατάστατου ρόλου τους ως πυξίδας της διεξαγόμενης πολιτικής πάλης. Όπως σημειώνει σε άρθρο του στο «Ρ» το 2005: «Η ιδεολογική πάλη είναι κομμάτι της ταξικής πάλης, που δε μπορείς να την καταργήσεις π.χ. με νόμο στη Βουλή, όπως νόμιζε ότι μπορεί να το κάνει το 1976 ο τότε υπουργός της Ν.Δ… Τέλος των ιδεολογιών σημαίνει τέλος της ταξικής πάλης… Η ταξική πάλη…(όμως) μπορεί να καταργηθεί μόνο αν καταργηθούν οι τάξεις. …Η πάλη, για να οργανωθεί και να αναπτυχθεί, χρειάζεται την ανάπτυξη θεωριών για την ερμηνεία του κόσμου, για την κίνηση της οικονομίας και της κοινωνίας, για την οργάνωση του κράτους.»
Ο Κώστας είχε έντονες θεωρητικές αναζητήσεις, στις οποίες φαινόταν να προσανατολίζεται επιλεκτικά κυρίως υπό την επίδραση του κριτήριου της πραγματικότητας. Την ένταση με την οποία υπεράσπιζε ό,τι ήταν γι΄ αυτό πεπεισμένος συνόδευε ένα ανήσυχο, ερευνητικό πνεύμα για ό,τι φαινόταν να εξελίσσεται μακριά ή και σ΄ αντίθεση με τις θεωρητικές του συλλήψεις. Η φράση-κλειδί είναι αυτή που επαναλαμβάνει στη συνέντευξη του 1992 στο περιοδικό Ένα: «Πρέπει να γίνει έρευνα.» Τα τρία κύρια βιβλία του, Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα σήμερα και Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όλα δημοσιευμένα από το 2000 και μετά, καθώς και διάφορα συνοδευτικά ως προς αυτά κείμενα στον τύπο της εποχής, αυτό επιβεβαιώνουν.
Νομίζω ότι αφετηρία για τα δύο τελευταία βιβλία του αποτελεί κατ΄ ουσία η απάντηση που δίνει σε ερώτηση του δημοσιογράφου της «Κ.Ε.» το 1989: «Απ’ ότι έχετε διαβάσει, απ’ ότι έχετε ακούσει, πείτε μου μια φράση που εκφράζει τη φιλοσοφία σας, ανθρώπινα ή πολιτικά.» Ο Κώστας απαντά: «Είναι μια φράση του Λένιν: “Όποιος έμαθε κάτι από το μαρξισμό ξέρει ότι όλες οι αναλύσεις πρέπει να ξεκινάνε από την ανάλυση των τάξεων.”»
Σε κείμενο του στον Οδηγητή της νεολαίας το 1989 σημειώνει: «Η άρχουσα τάξη έχει σα στόχο την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού σε νεοσυντηρητική κατεύθυνση σε εθνικό επίπεδο και διακρατικές μονοπωλιακές ρυθμίσεις σε επίπεδο ολοκληρώσεων. Για να το πετύχει αυτό, και ενόψει του ’92 (σ.σ.: Συμφωνία του Μάαστριχτ) που θα γίνουν αποφασιστικά βήματα στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συναίνεση από την Αριστερά, από την εργατική τάξη, από τους εργαζόμενους. Γι΄ αυτό ακριβώς έχει στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση και με κάθε μέσο προσπαθεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση της Αριστεράς. …(Στο πρόγραμμα της Αριστεράς) δεν αναφέρεται πουθενά ο νεοσυντηρητισμός. Δηλαδή τη βασική πολιτική κατεύθυνση της άρχουσας τάξης σήμερα δεν τη βλέπει καθόλου η Αριστερά.»
Ένας τέτοιος άνθρωπος της Αριστεράς έχει το δικαίωμα το 2002 ν΄ απευθύνει την αποστροφή μέσα απ’ τις σελίδες του «Ρ»: «Η εργατική τάξη να μην ξεχνάει τη λαϊκή ρήση ότι χαμένοι αγώνες είναι εκείνοι που δε γίνονται.»
Στην Κριτική του σοβιετικού σχηματισμού ο Κώστας θέτει καίρια ερωτήματα. Όσο για τις απαντήσεις, ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμφωνεί ή όχι κανείς μ΄ αυτές, δε μπορεί παρά να σταθεί στην επισήμανση μιας από τις σοβαρότερες βιβλιοκριτικές που γράφτηκαν, αυτής του Παναγιώτη Σωτήρη στο περιοδικό «Θέσεις» το 2001, ότι το βιβλίο αποτελεί ένδειξη πολιτικού και θεωρητικού θάρρους αφού ο Κάππος «δε διστάζει να δηλώσει ότι δεν πρόκειται για την επιβεβαίωση μιας ήδη συγκροτημένης θέσης, αλλά για το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας μελέτης και έρευνας, η κατάληξη της οποίας ήταν διαφορετική από την αφετηρία της.» Την ανάγκη για μια τέτοια προσέγγιση ο Κώστας την είχε προαναγγείλει χρόνια πριν, όταν έλεγε σε ανακοίνωση του στο Συνέδριο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για το σοσιαλισμό, που είχε γίνει στο ΕΜΠ το Σεπτέμβριο του 1994, ότι ο μαρξισμός «ως επαναστατική κριτική θεωρία πρέπει ν΄ ανανεώνεται, ν’ αναπτύσσεται συνεχώς… Η διαδικασία ανανέωσης του μαρξισμού οπωσδήποτε πάντοτε παρουσίαζε προβλήματα. Στην εποχή μας, όμως, …τίθεται ένα μείζον καθήκον που είναι ζήτημα «ζωής και θανάτου» για το επαναστατικό κίνημα. Τίθεται το θέμα της επανεξέτασης όλων των θέσεων της θεωρίας για το σοσιαλισμό. …Το έργο είναι τεράστιο και μόνο συστηματική συλλογική δουλειά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο μπορεί να οδηγήσει σε ουσιαστικά αποτελέσματα.»
Αγαπητές συντρόφισσες και σύντροφοι,
Αρχές 1988 έγραψα ένα ποίημα, που δημοσιεύτηκε το 1991 στην ποιητική συλλογή Τέλος εποχής (Καστανιώτης). Θα μου επιτρέψετε να σας το διαβάσω.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΡΟΦΩΝ
Με προσοχή ερευνώ τα πρόσωπα τους
πρόσωπα των συντρόφων της γενιάς μου
το ίδιο γνώριμα – και αλλαγμένα ριζικά
Ψάχνω για τη ρυτίδα πλάι στο στόμα
πόσο έχει βαθύνει –
ρυτίδα του χαμόγελου;
Τα φουντωτά σγουρά μαλλιά αισθητά αραιωμένα-
όαση φαλάκρας στις κορφές –
με μια θαμπάδα αντί την πρωτινή τους λάμψη
κι άσπρα νερά στο μαύρο, το ξανθό, το γαλανό
πάνω απ’ το μέτωπο και τους κροτάφους
Νέοι ακόμα όπως πάντα;
Τα χρόνια που περάσαν φέρνουν την ευθύνη
για τη χαμένη τρυφεράδα
για τη ματιά που ψάχνει τις αλλοτινές της αστραπές
για τη σκληράδα που έχουν αποκτήσει;
Στο μέσο της ζωής σου
τέλος της νιότης
μια στάση συνηθίζεται για απολογισμό –
στα όποια ερωτηματικά
να δώσεις τη δική σου απάντηση
Που βρίσκεσαι; Τι πέτυχες;
Την έζησες σωστά; Αν το μπορούσες
και πάλι θα την είχες ζήσει έτσι;
Κοιτάζω ερευνητικά τα πρόσωπα τους
πρόσωπα των συντρόφων της γενιάς μου:
αινίγματα άλυτα
Σήμερα, λίγο παραπάνω από δυο δεκαετίες αργότερα - κι όχι ότι το μέλλον δε μπορεί να φυλάει μεγάλες εκπλήξεις - τα αινίγματα έχουν λίγο πολύ για όλους μας λυθεί. Και ο Κώστας Κάππος, μια γενιά μεγαλύτερος από μας, αυτός που το 1993 έγραφε στο «Έθνος» ότι «χρέος των προοδευτικών διανοούμενων… (είναι) όταν υπάρχει σκοτάδι να βλέπουν, κι όχι όταν έχει φως, τότε όλοι βλέπουμε», τον Σεπτέμβρη του 2005 πέρασε στην ελληνική ιστορία, της οποίας είχε γράψει ο ίδιος ένα κομμάτι, με το δικό του αίνιγμα, όπως αποδείχτηκε, λυμένο ήδη από κείνη τη συνέντευξη στην «Κ.Ε.» του 1989. Ο δημοσιογράφος τον ρωτά:
«-Σκέφτεστε καμιά φορά ότι κάποιες θυσίες σας μπορεί και να ήταν μάταιες, έχετε ποτέ την αίσθηση ότι τα όνειρα σας διαψεύστηκαν;
- Εκείνα που ονειρευόμαστε ότι θα γίνουν δεν έγιναν, βέβαια. Αλλά μάταιο δεν είναι τίποτα. Είμαι πολύ αισιόδοξος, πιστεύω πολύ βαθιά στην εργατική τάξη και το λαό. Το μέλλον είναι δικό μας …Ο σοσιαλισμός είναι ρεαλιστικός στόχος.»
Για τον Κώστα Κάππο : «Και πάλι όλοι μαζί σε μια κρίσιμη εποχή»
Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη
on
8:35:00 μ.μ.
Rating: