Ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη στην εκδήλωση για το "Βελούλι των Βαλαβάνηδων" & τα 20 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Βαλαβάνη

 


Ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη  
στην εκδήλωση για το "Βελούλι των Βαλαβάνηδων" 
και τα 20 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Βαλαβάνη


                                         Λέσχη Νεολαίας στην Ανδρόγεω, Ηράκλειο, 27.4.2016



Αγαπητές φίλες και φίλοι,



Να μιλάς, μα τον ομιλητή να κρύβεις.

Να νικάς, αλλά τον νικητή να κρύβεις.

Να πεθαίνεις, μα το νεκρό να κρύβεις.

Ποιος δε θα ’κανε πολλά για τη δόξα, μα

Ποιος για τη σιωπή τα κάνει;

Γιατί η δόξα αναζητά οπωσδήποτε

Αυτόν που έκανε τη μεγάλη πράξη.

Βγείτε μπροστά για μια μικρή ματιά


Άγνωστα, καλυμμένα πρόσωπα, και δεχτείτε


Την ευγνωμοσύνη μας!



Μ’ αυτά τα λόγια, που νομίζω ταιριάζουν στην αποψινή βραδιά, προσφώνησε κείνους τους σκοτεινούς καιρούς ο Μπέρτολτ Μπρέχτ  στο ποίημά του «Εγκώμιο στην παράνομη δουλειά» τους παράνομους αγωνιστές σ’ οποιοδήποτε γωνιά της Ευρώπης και του κόσμου. Μεγάλωσα έχοντας συνείδηση ότι σ’ αυτά τα «άγνωστα», «καλυμμένα πρόσωπα» συμπεριλαμβανόταν ένας γαλαξίας ανθρώπων, τους περισσότερους απ’ τους οποίους κανείς δεν κάλεσε ποτέ να βγουν μπροστά, έστω για τούτη τη μικρή ματιά. Σ’ αυτούς συμπεριλαμβανόταν και η οικογένεια του πατέρα μου: Η γιαγιά μου η Όλγα κι ο παππούς ο Νικολής, τ’ αδέλφια του πατέρα μου – ο Κωνσταντίνος, ο Πέτρος κι ο Δημήτρης, που εκτελέστηκε απ’ τους Γερμανούς στις Φυλακές της Αγιάς Χανίων το Φλεβάρη του 1944  μετά από φρικτά βασανιστήρια χωρίς να πει κουβέντα για τους συνεργάτες του, διασώζοντας το κομμάτι απ’  το αστικό Ηράκλειο που ήταν στην Αντίσταση σε σύνδεση με τους Εγγλέζους, καθώς ήταν βασικός σύνδεσμος σ’  αυτή τη σχέση  – και ο μικρότερος της οικογένειας, ο πατέρας μου Γιώργος.



Οφείλουμε στον πράγματι αξέχαστο Σήφη Κοσόγλου τ’ ότι μεταθανάτια, μιας και δεν πρόλαβε να δει δημοσιευμένο το βιβλίο του για «Το Βελούλι των Βαλαβάνηδων και της ιστορίας», όπως ήταν ο πρώτος του τίτλος, πριν προκύψει ο τελικός, «Το Βελούλι της ιστορίας και της αντίστασης», αυτή τη «μικρή ματιά» της ιστορίας. Στο Σήφη, που δεν ήταν ιστορικός, αλλά φιλόογος και προπαντός άνθρωπος με ανησυχίες και πολύ μεράκι για έρευνα κι είχε αφιερώσει τη ζωή του στο ν’ ανασύρει απ’  τη σιωπή με λόγο και εικόνα ό,τι αγαπούσε στη Μεσαρά: Τοπία και φυτά – του Σήφη είναι όλες οι με τόση αγάπη  τραβηγμένες και σχολιασμένες φωτογραφίες απ’ τα ερείπια  στο Βελούλι -, μαρτυρικές πόλεις, ξεκινώντας απ’  το Σοκαρά και την εκτέλεση των  27 στη Σπηλιάρα, και προπαντός ανθρώπους, απ’  όπου κι η σειρά των μονογραφιών του για ξεχασμένους αγωνιστές. Ανάμεσα σ’  αυτές και για το θείο μου το Δημήτρη που, σύμφωνα με το μοναδικό βιβλίο του πράκτορα της  βρετανικής SOE κι αργότερα της αμερικάνικης OSS, Γιώργου Δουνδουλάκη, «Σκιές στη νύχτα», γραμμένο το 1946 στις ΗΠΑ, κανόνισαν να παντρευτεί τη γυναίκα του Μαρία τη συγκεκριμένη στιγμή για να καλύψουν την παραμονή επί μια βδομάδα στο σπίτι των Βαλαβάνηδων στο Βελούλι, σε αναμονή του εγγλέζικου πολεμικού που θα τους έπαιρνε για Μέση Ανατολή, της βασικής «αρχηγικής» τριάδας του αστικού Ηράκλειου, του Στρατηγού Κατεχάκη, του Σταρίδα και του Καστρινογιάννη.



Ο Σήφης τελικά είχε τόλμη πολύ μεγαλύτερη απ’ τους περισσότερους ιστορικούς που καταγίνονται με την ιστορία του Ηρακλείου - κι όσο ζούσε ακόμα ο πατέρας μου ή ο θείος μου ο Κώστας δε βρέθηκε ένας να τους ζητήσει μια συνέντευξη: Σπάζοντας αυτό το ιδιότυπο άτυπο embargo ειδικά στο νομό Ηρακλείου, δεκαετίες μετά τον πόλεμο, όσον αφορά τους αριστερούς στην Αντίσταση, ξεκινώντας απ’  τον ίδιο τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ στο Νομό, Γιάννη Ποδιά, ξάδερφο του πατέρα και των θείων μου. Που έφτασε στα όρια του ιστορικού αξιοπερίεργου τόσο όσον αφορά τη διάρκεια του – τα πρώτα ρήγματα εμφανίστηκαν μόλις αρχές του 21ου αιώνα -, όσο και για τ’  ότι συμπεριέλαβε ακόμα και εκείνους τους λίγους,   ανάμεσα τους κυρίως την οικογένεια του πατέρα μου, που έδρασαν σε σύνδεση με τους Εγγλέζους όχι περιστασιακά, όπως έκανε κι ο ίδιος ο Ποδιάς τουλάχιστον μέχρι το 1943, αλλά περίπου αποκλειστικά, καθώς η ίδρυση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τέτοια χρονική υστέρηση στην Ανατολική Κρήτη δεν τους βρήκε πλέον στο νησί. Σήμερα οι ιστορικοί λόγοι γι’  αυτό είναι μάλλον προφανείς, γι’  αυτό και διπλά απαράδεκτοι αλλά και ακατανόητοι. Με μαρτυρίες πολλαπλά τεσταρισμένες, το ΠΑΜ, το Παγκρήτιο Απελευθερωτικό Μέτωπο, η πρώτη ομάδα αντίστασης στην κατεχόμενη Κρήτη και Ελλάδα, ιδρύθηκε 24ωρα μετά το τέλος της Μάχης της Κρήτης, στις 2 Ιουνίου 1941 στον Άγιο Σύλλα, μετά από διπλή χωριστή συγκρότηση στο ίδιο χωριό, αλλά σε διαφορετική τοποθεσία, δυο ανταρτοομάδων, που το βράδυ της ίδιας μέρας συνενώθηκαν υπό το κοινό όνομα. Η μια ομάδα, των Βενιζελικών και λίγων Λαϊκών, είχε αρχηγό το Μανώλη Μπαντουβά, που ανέλαβε και αρχηγός του όλου ενωτικού εγχειρήματος. Η άλλη, των κομμουνιστών που είχαν δραπετεύσει από την Κίμωλο και τη Φολέγανδρο και τους φιλοξενούσε η οικογένεια Σαμαρίτη στον Άγιο Σύλλα, με τους οποίους είχαν ενωθεί και ντόπιοι αριστεροί, είχε επικεφαλής τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη, ο οποίος είχε καλέσει έντυπα σε συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης στο ξεκίνημα της. Τα στελέχη, που είχαν δραπετεύσει από τα νησιά, επέστρεψαν στη συνέχεια στην Αθήνα και απετέλεσαν τον ιδρυτικό πυρήνα του ΕΑΜ ελάχιστους μήνες αργότερα. Ο πατέρας μου διηγείται στο δεύτερο κείμενο του πώς ο Ποδιάς, δραπέτης των Φυλακών Αγιάς κατά τη Μάχη της Κρήτης και καταζητούμενος από τους Γερμανούς, είχε επαφή με τους δραπέτες κομμουνιστές στον Άγιο Σύλλα και κρυβόταν στο πατρικό των Βαλαβάνηδων στο Βελούλι μέχρι το Νοέμβρη του 1941, οπότε έφυγε στα βουνά για να γίνει σύντομα υπαρχηγός του Μπαντουβά. Με αποτέλεσμα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ στην Ανατολική Κρήτη να ιδρυθούν μόλις το 1943, «με αρχηγούς Σαμαρίτη και Ποδιά» – όπως λέει και το τραγούδι που σιγοτραγουδούσε ο πατέρας μου και θ’  ακούσετε σ’  ένα εξαιρετικό μουσικό πρόγραμμα από πράγματι εξαιρετικούς καλλιτέχνες στη συνέχεια. Μετά τον Εμφύλιο, που στην Ανατολική Κρήτη ήταν τρίμηνος αλλά ιδιαίτερα πικρός, καταλήγοντας στην εξόντωση  των ανταρτών και του ίδιου του Ποδιά, αλλά και πολιτών, αντρών και γυναικών, ακόμα και 16χρονων κοριτσιών, η ιστορία της Αντίστασης στην Ανατολική Κρήτη επιχειρήθηκε να γραφεί από την αρχή, αφαιρώντας όσους δεν ταίριαζαν έστω και λίγο με μια επιζωγραφισμένη εικόνα της Κατοχής. Και διαγράφοντας πλήρως το 1947 και 1948 ως να μην υπήρξαν οι Στάβλοι του Μπαντουβά «κολλητά» στο Ηράκλειο, με τους οποίους δεν έχει ασχοληθεί κανείς ιστορικός, ώστε τίποτα να μην παρεμβάλλεται στην αγιογράφηση ενός Μπαντουβομανώλη-πατριαρχικής και «πατρικής» φιγούρας ενός ενωτικού εγχειρήματος που εμφανίζεται ως να επεκτείνεται αδιάλειπτα στο διηνεκές.            



Τον Σήφη, που κοίταξε γύρω του με καθαρή κι έντιμη ματιά και κατέγραψε ότι ακριβώς είδε και βρήκε, που είχε στα σκαριά ένα δεύτερο βιβλίο για τον πατέρα μου, σήμερα δε μπορούμε να τον ευχαριστήσουμε δημόσια. Ευχαριστούμε αυτούς που μαζί τους συνεχίζει να ζει με μοναδικό τρόπο όσο ζούνε αυτοί οι ίδιοι, την οικογένεια του, για όλη της τη φροντίδα για το έργο του.  



Όπως φαίνεται κι απ’ το βιβλίο, η οικογένεια  του πατέρα μου εκείνα τα χρόνια έκανε πολλά κι αργότερα έλεγε πολύ λίγα. Παιδί δε θυμάμαι ποτέ τους θείους μου Κώστα και Πέτρο  να μου διηγηθήκανε ιστορίες απ’ αυτή τη περίοδο. Αλλά και ο πατέρας μου ήταν ιδιαίτερα φειδωλός στις διηγήσεις του, πράγμα που επισημαίνει ως χαρακτηριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς του  και ο συμμαθητής του και εκδότης της βδομαδιάτικης ηρακλειώτικης εφημερίδας «Εθνική Φωνή», Γιώργος Κατεργιαννάκης, που έγραψε και το μοναδικό έντυπο αφιέρωμα μετά το θάνατο του. – Για το μοναδικό ραδιοφωνικό αφιέρωμα, αυτό του Κώστα Τριγώνη, με συγχρόνους του που σήμερα έχουν όλοι φύγει, μας δίνεται η ευκαιρία 20 χρόνια αργότερα να τον ευχαριστήσουμε σήμερα. –



Ό,τι ξέρουμε για τη δράση του πατέρα μας, λοιπόν, η αδερφή μου και εγώ το χρωστάμε  πολύ περισσότερο στις διηγήσεις της μητέρας μας, Αλίκης Βαλαβάνη, καθώς και σε όσα έγγραφα είχε συγκεντρώσει ο ίδιος κατά τη διάρκεια της περιόδου και γλύτωσαν απ’ τις έρευνες και κατασχέσεις της Ασφάλειας: Ως αντάρτη και σαμποτέρ στην Κρήτη, με συμμετοχή στο α’ σαμποτάζ του αεροδρομίου στο Καστέλλι το 1942. Για τ’ ότι αργότερα, μετά το πέρασμα του στη Μέση Ανατολή το Φλεβάρη του 1943, ο Πάτρικ Λη Φέρμορ τον έστειλε στη Σχολή της Χάιφα, απ’  την οποία είχε αποφοιτήσει πρόσφατα κι ο ίδιος ως αξιωματικός πληροφοριών με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, και για την οποία είχε δηλώσει κατά το τελευταίο, πριν το θάνατο του, ταξίδι στην Αθήνα ότι «ήταν γεμάτη Κρητικούς»,  που ήξεραν το χειρισμό των όπλων καλύτερα απ’ τον ίδιο… Κι έτσι επί ένα εξάμηνο, από το Μάρτη ως τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, εκπαιδεύτηκε για συλλογή πληροφοριών, ως ασυρματιστής κι αλεξιπτωτιστής στη Σχολή ανορθόδοξου πολέμου της FORCE 133. – Το «Force 133» δεν ήταν παρά ένα απ’  τα παρωνύμια του SOE (Special Operations Executive, Τομέας Εκτέλεσης Ειδικών Επιχειρήσεων), που ιδρύθηκε το 1940 και διαλύθηκε το 1946, την ύπαρξη του οποίου ελάχιστοι γνώριζαν κατά τον πόλεμο. Συγκεκριμένα, Force 133 ονομαζόταν o SOE αποκλειστικά για τις επιχειρήσεις  μυστικού πολέμου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ κεντρικά το πιο γνωστό παρωνύμι του ήταν Ministry of Ungentlemanly Warfare, Υπουργείο Διεξαγωγής Πολέμου Με Τρόπο Αταίριαστο για Κυρίους. - Και ότι στη συνέχεια ο πατέρας μου είχε δράσει ως ένας από τους δυο πράκτορες της αγγλικής αποστολής με το κωδικό όνομα  PRIMER – οι πράκτορες δρούσαν συνήθως σε δυάδες - από το Σεπτέμβριο του 1943 μέχρι το Γενάρη του 1945 στο Αιγαίο, στις υπό  Γερμανική Κατοχή νήσους Κω, Ηρακλειά, Γυάρο και Σύρο, από το Μάιο του 1944 ως επικεφαλής της αποστολής, από τον Αύγουστο του 1944 και μέχρι τέλους μόνος του.



Μικρές ακόμα η αδελφή μου κι εγώ συνειδητοποιήσαμε διαβάζοντας τις λίγες σελίδες τέτοιων εγγράφων που είχαν διασωθεί –  το 1948 η Ασφάλεια είχε κατασχέσει μια βαλίτσα γεμάτη τέτοια ή παρεμφερή  χαρτιά – απ’ τις δεκάδες των συγχαρητηρίων μηνυμάτων που του έστελνε το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μ. Ανατολής από το Κάϊρο, ότι οι Εγγλέζοι με τη RAF κι οι Αμερικανοί με τα Liberators τους είχαν βυθίσει ολόκληρες νηοπομπές με άντρες κι εφόδια που περνούσαν στ’ ανοιχτά  της Γυάρου χάρη στις πληροφορίες  που τους έστελνε με τον ασύρματο κι ενώ οι Γερμανοί κάθε τόσο αποβίβαζαν αγήματα έρευνας για τον «Εγγλέζο» ασυρματιστή πάνω στο άδεντρο νησί. Ο ίδιος μόνο δύο βραδιές  στη ζωή του είχε βρεθεί στην κατάλληλη διάθεση ώστε να μας διηγηθεί για αυτή την περίοδο: Δύο αποσπασματικές αφηγήσεις, που κράτησαν ώρες, από νωρίς  το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ η καθεμιά. Η πρώτη προδικτατορικά, στην άμμο στην παρθένα ακόμα παραλία της Σταλίδας, με ακροατήριο ολόκληρη την παιδική παρέα κοριτσιών, ακόμα τότε στο Δημοτικό - και μας άφησε  μαγεμένες κι ανικανοποίητες. Η δεύτερη μεταδικτατορικά, στο ξενοδοχείο πλέον που είχαν κτίσει και διηύθυναν μαζί με τη μητέρα μας στη Σταλίδα, με ακροατήριο το σύντροφο της ζωής μου Δήμο Τσακνιά, ακόμα τότε πολύ νεαρό, κι εμένα. Το αποτέλεσμα πάνω μας ήταν το ίδιο μ’  εκείνο της παιδικής παρέας.



Ο πατέρας μου πέθανε το Μάρτη του 1996. Μετά το θάνατό του ανακαλύψαμε ανάμεσα στα χαρτιά του τρεις απόπειρες να γράψει γι’ αυτή την περίοδο, τις δύο απ’ αυτές ανολοκλήρωτες, και την τρίτη, ας πούμε ολοκληρωμένη. Είναι αυτές που ακούσατε κι ευχαριστώ από καρδιάς τη Μαρία Θεοδοσάκη, την Εμμανουέλα Τσαγλιώτη και τον Δημήτρη Κολοτούρο, που δάνεισαν τη φωνή τους για ν’  ακουστεί η δική του φωνή. Άγνωστο πότε ακριβώς τα έγραψε – υποθέτω κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε το 1984, πιθανόν ως συνέπεια του γυρίσματος που έκανε με το συνεργείο της ΕΡΤ στη Γυάρο για το «Μυστικό πόλεμο», το 11ο απ’  τα 18 επεισόδια του «Χρονικού της Εθνικής Αντίστασης» των Αντώνη Βογιάζου, Χάγκεν Φλάισερ και πολλών άλλων (1985), που δεν κατάφερε ο ίδιος να δει. Πότε  δεν ενημέρωσε οποιονδήποτε από την οικογένεια ή τους φίλους του για τις προθέσεις του ούτε έδειξε, όπως διαπιστώσαμε, ποτέ σε κανένα  έστω το ολοκληρωμένο κείμενο.



Με δωρική λιτότητα στην έκφραση σ’ αυτά τα λίγα χειρόγραφα   αναφέρεται στη σύλληψη του απ’ την  ασφάλεια της δικτατορίας του Μεταξά μόλις είχε τελειώσει το Γυμνάσιο, 19χρόνο παιδί ακόμα, επειδή ως μέλος, από το 1937, της παράνομης τότε Οργάνωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας, της ΟΚΝΕ, είχε γράψει και μοιράσει με συντρόφους του μια προκήρυξη για τον πραγματικό ένοχο των τορπιλισμών της «Έλλης» και του ατμόπλοιου «Φρίντων», που έκανε δρομολόγια ανάμεσα σε νησιά του Αιγαίου και τον Πειραιά. Θα μου επιτρέψετε σχετικά μ’ αυτή την απόδραση - που σκίτσαρε τότε, όπως εμφανίζεται στις διαφάνειες, υπογράφοντας ο ίδιος δεξιά στο σκίτσο, για το εγκληματολογικό αρχείο της Ασφάλειας Ηρακλείου ο γνωστός φωτογράφος Γιώργος Χουστουλάκης, ο οποίος κι εκτελούσε προπολεμικά χρέη σκιτσογράφου της Αστυνομίας, ένα αντίγραφο ωστόσο του σκίτσου που είχε κρατήσει παρέδωσε στον πατέρα μου πολλά χρόνια αργότερα - να σας διαβάσω από το δημοσίευμα του Κατεργιαννάκη στην «Εθνκή Φωνή», 18.3.1996:



«Με το Γιώργο Βαλαβάνη ήμασταν συμμαθητές σ’  όλα τα χρόνια του Γυμνασίου κι αποφοιτήσαμε μαζί το 1938. Όμως από τα μαθητικά του χρόνια εκδήλωνε την αντίθεση του με το μεταξικό καθεστώς… Αρχές 1940, ο πατέρας μου είχε ένα μικρό κατάστημα στην Οδό Ψαρομιλίγκων, ακριβώς εκεί που είναι σήμερα τα “Goodys”.Ένα απόγευμα ακούμε ένα αιφνίδιο μεγάλο θόρυβο από σπάσιμο πολλών κεραμιδιών. Και σε λίγα λεπτά βλέπουμε μια ομάδα χωροφυλάκων να τρέχουν από την αγορά προς το μέρος μας και να κατευθύνονται προς την Οδό Βουρβάχων, πάροδο της Ψαρομιλίγκων. Τους ακολουθήσαμε από περιέργεια και μπήκαν εκεί που είναι σήμερα τα διαφημιστικά γραφεία “Δαίδαλος” και “Ιλεκτρόνικς  Όλυμπους”. Σ’ αυτό τον χώρο υπήρχε τότε ένα υπόστεγο με ξυλεία. Οι χωροφύλακες έψαχναν τον γύρω χώρο και τις αποθήκες. Αναζητούσαν ένα φυγόδικο που πήδηξε από το παράθυρο της Χωροφυλακής και από ύψος 13 μέτρων, χωρίς εννοείται να τον βρουν τελικά. Οι χωροφύλακες καθυστέρησαν να έλθουν, διότι τότε δεν υπήρχε η Οδός Ταγματάρχου Τζουλάκη. Το κτίριο της Αστυνομίας ήταν ενιαίο – Τροχαία κι Αστυνομικό Τμήμα μαζί.  Οι χωροφύλακες λοιπόν μέχρι να κατέβουν από τα γραφεία, να περάσουν την Πλατεία Λιονταριών, την Αγορά και να φθάσουν στην Οδό Βουρβάχων,  ο καταζητούμενος είχε φύγει. Γνωρίζετε ποιος ήταν αυτός που πραγματοποίησε το τολμηρό αυτό εγχείρημα; Ήταν ο Γιώργος Βαλαβάνης, που εργαζόταν ως γραμματέας στο Σωματείο Σταφιδεργατών…»

  

Επιτρέψτε μου να κάνω κάποιες επισημάνσεις από τη μικρή δική μου έρευνα σχετικά με κάποια από τα γεγονότα που αναφέρει στα τρία σύντομα κείμενα του ο πατέρας μου:



-Ο Γιώργος Ορφανός και Ευθύμιος Γιαννουλάκης, που όρκισε στους Μύλους πάνω απ’  το χωριό μαζί και με τους υπόλοιπους που αναφέρει, συγκαταλέγονται στους 27 εκτελεσμένους από τους Γερμανούς στη Σπηλιάρα του Σοκαρά τον Αύγουστο 1944.



- Στην ιδιαίτερη συμμετοχή του πατέρα μου στο α’ σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Καστελλίου, αναφέρεται κι ο Γιώργος Δουνδουλάκης στο βιβλίο του «Σκιές στη νύχτα» του 1946. -  Όταν ο Δουνδουλάκης, προδομένος στην Γκεστάπο, αναγκάστηκε να φύγει με τη σειρά του για Κάιρο, στρατολογήθηκε εκεί, ως Ελληνοαμερικανός, μαζί με τον αδερφό του Ηλία, από την οργάνωση-πρόδρομο της CIA, τον OSS. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι στη σελίδα 10 του Soldiers Paybook του πατέρα μου, έκδοσης 1943, στην οποία καλείται ο στρατιώτης να συμπληρώσει για ειδοποίηση, σε περίπτωση θανάτου του, τον next of kin, τον πλησιέστερο συγγενή, με την οικογένεια του ολόκληρη ακόμα τότε στην κατεχόμενη Κρήτη, ο πατέρας μου έχει γράψει το όνομα του Γιώργου Δουνδουλάκη, care of μιας διεύθυνσης στη Νέα Υόρκη. - Γράφει λοιπόν ο Δουνδουλάκης το 1946:



«(Στη σύσκεψη στο Βελούλι) οι πληροφορίες του Καμπάκη έλεγαν ότι η είσοδος στο αεροδρόμιο ήτο αδύνατος… (Καταλήξαμε) να ζητήσουμε τον βομβαρδισμό κατά τη στιγμή του σαμποτάζ από το Κάιρο, ίνα η σχετική σύγχιση εις τους Γερμανούς επιτρέψει τη διείσδυση μας… Ο άθλος ανήκει εις τον Γεώργιον Βαλαβάνη, οποίος μετεβίβασε το τηλεγράφημα στη Σάτα (Αμαρίου, Ρέθυμνο) εντός ολίγων ωρών τρέχων… (Κατά  την επιστροφή μας μετά το σαμποτάζ), στο Βελούλι… μπήκα στο δωμάτιο  του Βαλαβάνη κρυφά  απ’ το παράθυρο κι είδα τον μεν Γιώργο  ξαπλωμένο  στο κρεβάτι ακόμα τσακισμένο από το τρέξιμο στο Αμάρι, τον δε Παντελή Κοτσαρίδη να κλαίει γιατί νόμιζε ότι είχαμε πιαστεί.»



-Ακόμα πιο δωρικός απ’ τον πατέρα μου, σ’ ένα μοναδικό μονοσέλιδο ιδιόγραφο κείμενο, το οποίο έγραψε όταν έκανε αίτηση για την αναγνώρισή του ως αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης ο θείος μου ο Κώστας αναφέρεται  με τρεις προτάσεις στη δική του συμμετοχή στο β’ σαμποτάζ  στο Αεροδρόμιο Καστελλίου ένα χρόνο αργότερα:



«Μαζί με Άγγλους κομάντος έγινε μια αποστολή, η οποία χτύπησε συγχρόνως τ’ αεροδρόμια Καστελίου, Τυμπακίου κ.ά. στόχους με πυρομαχικά και καύσιμα σε βενζίνες  στα χωριά Πεζά, Κουνάβους κ.ά. Με τους Άγγλους Κομάντος φύγαμε για την Αφρική από μια καθορισμένη τοποθεσία μεταξύ Λέντα και Τρεις Εκκλησιές. Την τελευταία μέρα δώσαμε μάχη με Γερμανούς και πιάσαμε 2 αιχμάλωτους, ένα δεκανέα κι ένα στρατιώτη, τους οποίους πήραμε στην Αφρική φεύγοντας περασμένα μεσάνυχτα με τορπιλάκατο.»



Μαζί με τον Κώστα έφυγε για το έμπεδο του Καίρου και ο μεγάλος τους αδερφός, ο Πέτρος. Ο θείος μου ο Κώστας - που όταν γύρισε απ’  το Κάιρο, τον πέρασαν και απ’  τους Στάβλους του Μπαντουβά, προφανώς «εις ένδειξη ευγνωμοσύνης» για όλες τις φορές που η γιαγιά μου φρόντισε το Μπαντουβομανώλη, όπως εξιστορεί κι ο ίδιος  στο βιβλίο του -, ευτύχησε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους έξι επιζώντες από το β’  σαμποτάζ κατά την 60η επέτειο του, το 2003, οπότε και αναγνωρίστηκε επίσημα η συμβολή του από την Πολιτεία.



-Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιδιόγραφη μηνυτήρια αναφορά της γιαγιάς μου, Όλγας Βαλαβάνη, που είχε περπατήσει μια βδομάδα από το χωριό μέχρι τα Χανιά μόνο για να βρει το γιο της ήδη εκτελεσμένο, προς το Τμήμα Δικαιοσύνης της Στρατιωτικής Διοίκησης Ηρακλείου στις 6.2.1945, που πρωτοβρέθηκε στα χέρια μου μέσω του δικηγόρου-ερευνητή Δημήτρη Ξυριτάκη και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο.   Η αναφορά  στρέφεται κατά του τέως Προέδρου της Κοινότητας στο Ασήμι Εμμανουήλ Καλτσουνάκη, τον οποίο θεωρεί ως υπεύθυνο κατάδοσης στους Γερμανούς του Δημήτρη, με αποτέλεσμα την υπό δραματικές συνθήκες σύλληψη του από τον γκεσταπίτη Νίκο Μαγιάση. Η αναφορά τελειώνει με την παρακάτω  χαρακτηριστική πληροφορία: «Επίσης ο συνήγορος του υιού μου δικηγόρος Παπαδόπετρος μου είπε όταν είχα μεταβεί στα Χανιά ότι ο κατηγορούμενος εκτός των άλλων προδοτικών ενεργειών του είχεν αναφέρει εις τας Γερμανικάς Αρχάς ότι ο συλληφθείς  και εκτελεσθείς υιός μου ήτο κομμουνιστής και εξάδελφος του αρχηγού των ανταρτών Γιάννη Ποδιά και επομένως έπρεπε να εκτελεστεί.» (Η γιαγιά μου ήταν το γένος Ποδιά.) Ας σημειωθεί ότι τον Μαγιάση έσφαξε με μαχαίρι πάνω στο εδώλιο του κατηγορούμενου ο Βρέντζος απ’  τ’  Ανώγεια.



-Και βέβαια ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει στη μητέρα μου στα πικρά χρόνια της εξορίας, όταν 20χρονη αρραβωνιασμένη βρέθηκε ξαφνικά μόνη σε ένα κλοιό απομόνωσης που συμπεριλάμβανε ακόμα και στενές της φίλες, να αρνείται τόσο τις εκκλήσεις του πατέρα μου όσο και τις πιέσεις της Ασφάλειας να τον ξεχάσει και να ξαναφτιάξει με άλλον τη ζωή της, ενώ στερούνταν τα πάντα για να μπορεί από το μικροσκοπικό μισθό της να στέλνει από ένα πακέτο πολύτιμα τρόφιμα στον πατέρα μου στο Μακρονήσι και στο θείο μου τον Κώστα στον άλλο κολασμένο χώρο εξορίας, τα Γιούρα.



Αγαπητές φίλες και φίλοι,



ο πατέρας μου πέθανε πικραμένος. Αυτό δεν το είχαμε καταλάβει ούτε εμείς, η οικογένειά του, ούτε οι φίλοι του, προκύπτει όμως  καθαρά από το ειρωνικό κλείσιμο του τρίτου χειρογράφου του πριν την υπογραφή του:  



«….Αρχές 1945 επέστρεψα  εις Κάϊρο και εν συνεχεία  εις Ελλάδα και απελύθη των τάξεων του στρατού στις 14 Αυγούστου 1945. Η πατρίδα μου ευγνωμονούσα δια τας υπηρεσίας μου προς αυτήν με καθήρεσε από Λοχία και με έστειλε εξορία δύο έτη στην Ικαρία και στο κολαστήριο της Μακρονήσου, απ’ όπου απελύθη λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας μου.»



Ανάμεσα στα χαρτιά του ανακαλύψαμε μεταθανάτια τη «μυστική» αλληλογραφία του με το Επιτελικό Γραφείο του Α’ Σώματος Στρατού  - «μυστική», επειδή κανέναν δεν είχε ενημερώσει ότι είχε ανακινήσει τέτοιο θέμα. Το συμπέρασμα μου από τις ημερομηνίες των εγγράφων είναι ότι το 1983 είχε ζητήσει και πήρε, με ημερομηνία εγγράφου 6/10/1983, ένα Πιστοποιητικό Τύπου Α΄ του Στρατολογικού  Γραφείου Ηρακλείου, προφανώς για να το χρησιμοποιήσει για την αναγνώρισή του ως Αγωνιστή Εθνικής Αντίστασης. – Πράγματι, αναγνωρίστηκε ως «μεμονωμένος αγωνιστής» και ως «μέλος των Ε.Δ. Μέσης Ανατολής». – Στο πιστοποιητικό ανακάλυψε καταχωρημένη, χωρίς να έχει διαγραφεί, τη σημείωση ότι στις 28/11/1948 με διαταγή του Α΄ Σώματος Στρατού καθαιρέθηκε από Λοχίας – βαθμός που του είχε δοθεί από τον Ελληνικό Στρατό, μετά από πρόταση των Βρετανών, αναδρομικά από 1/1/1945, όταν το Μάιο 1945 πέρασε στις Ελληνικές Ε.Δ., καθώς ο βαθμός του λοχία που έφερε ως πράκτορας των Βρετανών ήταν άτυπος – και μεταφέρθηκε  μόνιμα στην τάξη του στρατιώτη «κατόπιν  αποφάσεως Ανακριτικού Συμβουλίου ως προπαγανδίζων υπέρ αντεθνικών σκοπών



Αφού, όπως φαίνεται και απ’ τις ημερομηνίες  των εγγράφων, το σκεφτόταν  επί δύο εβδομάδες, στις 22/10/1983 έκανε αίτηση  στο ίδιο Σώμα Στρατού ν’ ακυρωθεί η απόφαση του Ανακριτικού Συμβουλίου κι η καθαίρεση του ν’ απαλειφθεί απ’ το φάκελο του στη Στρατολογία, κάτι που θα είχε βέβαια πλέον απλώς συμβολικό χαρακτήρα. Για να λάβει την έγγραφη απάντηση του Επιτελάρχη ότι «το Σώμα Στρατού δεν έχει δικαίωμα από τη Νομοθεσία  και τους Κανονισμούς που ισχύουν να εξετάσει σήμερα, μετά από 40 περίπου χρόνια, το αίτημα σας για ακύρωση της αποφάσεως που αναφέραμε.»



Μόλις προχθές, μελετώντας ένα μισοσβησμένο Στρατιωτικό Μητρώο του του 1945 διαπίστωσα κατάπληκτη ότι, και πάλι με προτροπή των Άγγλων, το Σεπτέμβρη του 1944 του είχαν απονείμει Πολεμικό Σταυρό για επίδειξη ανδρείας – προφανώς κατά την «αντεθνική δράση» του στα νησιά του Αιγαίου. Κανείς μας δεν το είχε ξανακούσει αυτό, δε βρήκαμε όμως και κάποια απόδειξη ότι του τον είχαν αφαιρέσει.




Τίποτα μες στα χαρτιά του δε μαρτυρά ότι έδωσε οποιαδήποτε συνέχεια στο ζήτημα. Πιστεύω όμως ότι αυτό ήταν το κίνητρο για να κάτσει κάποια στιγμή μέσα στην επόμενη δεκαετία και να επιχειρήσει να γράψει αυτά τα τρία μικρά κείμενα, χωρίς να πει σε κανένα τίποτα, σ’ ένα προσωπικό πια διάλογο με την ιστορία.



Αγαπητές φίλες και φίλοι,



Εμείς, η οικογένεια του Γιώργου Βαλαβάνη, θεωρούμε τίτλο τιμής κι αδιάψευστη μαρτυρία της πορείας της ιστορίας  στον τόπο μας τ’ ότι γι’ αυτόν και για πολλούς άλλους ακόμα, που συγκαταλέγονταν στους πιο πατριώτες απ’ τους πατριώτες τότε που έπαιζες καθημερινά τη ζωή σου κορώνα-γράμματα, στα επίσημα  αρχεία του ελληνικού κράτους παραμένει μέχρι σήμερα σε ισχύ ο χαρακτηρισμός τους ως «αντεθνικώς δρώντες».



Αν ζούσε σήμερα ο πατέρας μου, είμαι σίγουρη ότι θα αισθανόταν μεγάλη χαρά  για τη σημερινή εκδήλωση αναγνώρισης του ρόλου της οικογένειας του, μια αναγνώριση πολύ πιο ουσιαστική απ’ αυτή που του αρνήθηκε προσωπικά το επίσημο ελληνικό κράτος.



Κι επειδή είναι πολλά ακόμα τα «άγνωστα, καλυμμένα πρόσωπα», που δεν έχουμε καλέσει να βγουν μπροστά, έστω «για μια ματιά», ας κάνουμε ό,τι έκανε ο Σήφης: Ας βιαστούμε να κοιτάξουμε γύρω μας μήπως υπάρχουν ακόμα κάποιοι ζωντανοί και σε θέση να αισθανθούν δικαιωμένοι απ’ την έκφραση της ευγνωμοσύνης μας – ή, έστω, στους σημερινούς σκοτεινούς καιρούς, ως παρακαταθήκη αγώνα και στάσης ζωής για τους νεότερους. Όπως έγραψε ό ίδιος Γερμανός ποιητής, «αυτό θα μας τιμούσε όλους».
 



Ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη στην εκδήλωση για το "Βελούλι των Βαλαβάνηδων" & τα 20 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Βαλαβάνη Ομιλία της Νάντιας Βαλαβάνη  στην εκδήλωση για το "Βελούλι των Βαλαβάνηδων" & τα 20 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Βαλαβάνη Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 5:57:00 μ.μ. Rating: 5