Αποχαιρετισμός στον Αντώνη Κακαρά (11.8.2016)




ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΚΑΡΑ


Τις μικρές ώρες της Δευτέρας, 8.8.2016, στην αγαπημένη του Ικαρία έφυγε ξαφνικά και πρόωρα από κοντά μας ένας σπουδαίος άνθρωπος: Ο αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού (Αρχιπλοίαρχος ε.α.), αποταγμένος και φυλακισμένος τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, ιδρυτικό μέλος του ΣΦΕΑ ’67-’74, ερευνητής, συγγραφέας του σημαντικότερου έργου για τους στρατιωτικούς στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, του τρίτομου «Οι Έλληνες στρατιωτικοί: Αξιωματικοί και υπαξιωματικοί στη μεταπολεμική Ελλάδα», που του χάρισε ένα PhD στα εξήντα του, αλλά κι ενός ολόκληρου αινιγματικού, αναφορικού και αυτοαναφορικού αφηγηματικού σύμπαντος, στο οποίο οι μνήμες της πραγματικότητας μπερδεύονται αξεδιάλυτα με τη μυθοπλασία, κομμουνιστής, αντισυμβατικός φίλος και σύντροφος, Αντώνης Κακαράς

 Την τελευταία δεκαετία της ζωής του ο Αντώνης Κακαράς, άνθρωπος μέχρι τότε κυρίως της δράσης, λες και προαισθανόταν το πρόωρο τέλος του, αποδύθηκε σε μια γιγάντια προσπάθεια να προλάβει να γράψει - με το ανεπανάληπτο προσωπικό στυλ προφορικού λόγου του, ολόκληρες σελίδες κάποιες φορές χωρίς σημεία στίξης – στην κυριολεξία δεκάδες χιλιάδες σελίδες, εκδίδοντας στις εκδόσεις Παπαζήση σχεδόν ένα βιβλίο το χρόνο. Και, στα ενδιάμεσα, κάθε είδους «αφηγήματα» στην εξαιρετική ιστοσελίδα του. Γνωριζόμασταν περισσότερο από 40 χρόνια, μια σχέση που ο χρόνος – κι ο αποχωρισμός μου από το κάποτε κοινό μας και πάντα δικό του κόμμα, το ΚΚΕ -  αντί ν’ αδυνατίζει, βάθαινε χρόνο με το χρόνο. Μου έκανε την πραγματικά μεγάλη για μένα τιμή, να με θεωρεί μέχρι το τέλος της ζωής του όχι μόνο «σύντροφο εν όπλοις», αλλά από το δεύτερο μισό της προηγούμενης δεκαετίας να μου ζητά να  συμμετέχω στην παρουσίαση των βιβλίων του. Έτσι, προκειμένου να παρουσιάσω σταδιακά τα τέσσερα από τα πρώτα πέντε «αφηγηματικά» του βιβλία, ξεκινώντας από τα πρώτα τρία, που συναπαρτίζουν και την κατά βάση, αλλά όχι μόνο, αυτοβιογραφική τριλογία του, διάβασα χιλιάδες δικές του σελίδες κι έγραψα πολλές δεκάδες δικές μου για το έργο του: Από το εναρκτήριο κιόλας και σημαντικότερο βιβλίο της τριλογίας του, το «Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεεε!», που σε ένα πρώτο επίπεδο – γιατί τα λογοτεχνικά σχήματα του Αντώνη Κακαρά επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις - δεν είναι παρά το παρωνύμι που του απένειμαν πρωτοετή για ν΄ «ακούει» στα οργανωμένα καψώνια οι μεγαλύτεροι συμφοιτητές του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων αρχές της δεκαετίας του ‘60, το αινιγματικό σύμπαν που δημιούργησε αρχικά η πένα του και στη συνέχεια το PC του με κέρδισε ανεπανόρθωτα: Αισθάνομαι έκτοτε ως μια από τους μόνιμους κατοίκους του.

Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για τον Αντώνη, αποχαιρετώντας τον, χωρίς κάποια από τα λόγια που έχω ήδη χρησιμοποιήσει γι΄ αυτόν στη μια ή άλλη βιβλιοπαρουσίαση.

Όπως σε εκείνη τη δεύτερη στη Στοά του Βιβλίου, στις 10 Γενάρη 2010, που στο ιστολόγιο του έχει αναρτήσει με το τίτλο «Αλιώρι και Off Shore (Βιβλιοπαρουσίαση Βαλαβάνη ….ποταμός)» και στην οποία εξηγώ έναν βασικό απ’  τους λόγους που χαιρόμουν όταν μου ζητούσε να παρουσιάσω ένα βιβλίο του: «Θα το θεωρούσα τιμή μου, ακόμα κι αν δεν ήξερα προσωπικά τον Αντώνη και τη στάση ζωής του, αν είχα μια τέτοια πρόσκληση και από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα που δε θα δίσταζε να αυτοσυστηθεί στο κοινό του με λόγια όπως: “Δοκιμάστηκε με αμφίβολα αποτελέσματα ως αξιωματικός του ναυτικού επί 28 χρόνια (ενάμισι απ’  αυτά στη φυλακή επί δικτατορίας και δύο ακόμα απ’  αυτά περιδιαβάζοντας περίλυπος, καθότι απότακτος). Στη συνέχεια και επί μία περιπετειώδη δεκαετία σταδιοδρόμησε ασυγκράτητος – και με εκπληκτική αποτυχία – ως μεγαλοστέλεχος ναυτιλιακής εταιρίας. Διαθέτοντας επομένως σαδομαζοχιστικές τάσεις… έγινε Διδάκτορας των Πολιτικών Επιστημών στα εξήντα του και περνάει τον καιρό του διδάσκοντας σε πανεπιστημιακή σχολή στη Χίο, γράφοντας εργασίες και βιβλία  και χρησιμοποιούμενος ως ομιλητής δεξιά και αριστερά.” Ή που δε θα δίσταζε επίσης να ευχαριστήσει (γραπτά) θερμά τη γυναίκα του, επειδή δεχόταν να της διαβάζει δυνατά ό,τι έγραφε – αν και με ανταλλάγματα, όπως να της κουβαλά τη σιδερώστρα  από δωμάτιο σε δωμάτιο – και επειδή υπήρξε καλή ακροάτρια: Ακούγοντας τον ενώ έλυνε το σταυρόλεξο ή το sudoku της, αργά ή γρήγορα την έπαιρνε ο ύπνος. Ομολογώ ωστόσο ότι μέχρι στιγμής δεν είχα την τύχη να συναντήσω κάποιον άλλο συγγραφέα που να ανταποκρίνεται σε μια τέτοια περιγραφή.»



Γιατί ο Αντώνης ήταν από τους αντισυμβατικότερους ανθρώπους που γνώρισα στη ζωή μου, μ’  ένα μοναδικά «ελευθεριακό» θα έλεγες τρόπο: Παραμερίζοντας τις κάθε είδους κοινωνικές και πολιτικές συμβάσεις, γράφοντας την αλήθεια με τον ίδιο άδολο τρόπο που αναφέρονται σ’  αυτήν τα μικρά παιδιά, στον αντίποδα κάθε είδους «χροιάς» δημοσίων σχέσεων, γι’  ανθρώπους συχνά ζωντανούς, που θα μπορούσαν να πληγωθούν και με τη σειρά τους να πληγώσουν. Την έγραφε όμως με τρόπο που ελάχιστοι να μπορούν να καταλάβουν ποιοι κρύβονται πίσω απ’ τη σάγκα των -σχεδόν πάντα πραγματικών -χαρακτήρων του και με τόση αγάπη για τους περισσότερους απ’  αυτούς, που μαντεύω ότι θα ‘ταν δύσκολο να του το «κρατούν». Κι αυτή τη μοναδική, παιδιάστικη ειλικρίνεια τη συνόδευε αδιαχώριστα, όπως φαίνεται κι από το παραπάνω απόσπασμα, με την πιο ανηλεή ειρωνεία απέναντι στις σκέψεις και τις πράξεις αυτού του ίδιου στα αυτοαναφορικά κείμενα του, κάνοντας χρήση για να μιλήσει για τον εαυτό του συνήθως του τρίτου προσώπου και διαφόρων ψευδώνυμων-alter ego του, το πιο αγαπημένο απ’  τα οποία ήταν το «Γρίβας Καραβάς» (συνδυάζοντας την ιδιότητα του ναυτικού με τη γέννηση του στη Γραβιά Φωκίδας, όντας κοντοχωριανός του δικού μου συντρόφου, που καταλάβαινε γι’  αυτό πολύ ευκολότερα από μένα ποια ήταν κάποια τουλάχιστον από τα εκατοντάδες πρόσωπα της περιοχής, ζωντανά ή νεκρά, στις περίεργες ιστορίες του Αντώνη).

Ο ζωντανός Αντώνης Κακαράς, ωστόσο, όπως ξέρουν όλοι όσοι τον γνώρισαν, κάθε άλλο παρά «παιδί» ανάλογο του Γρίβα Καραβά ήταν. Υπήρξε, αντίθετα ένας σύνθετος, πολύπλοκος άνθρωπος, που αν έγραφε με κώδικες, είχε βάσιμους λόγους να το κάνει.

Αυτό προσπάθησα να εξηγήσω από την πρώτη κιόλας βιβλιοπαρουσίαση, το 2008: «Ο αναγνώστης του “Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεε!” όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά γνωρίζει τη σπάνια ευχαρίστηση σε μια εποχή που η εικόνα εξοστρακίζει τη σκέψη και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε εικονική, να περιδιαβαίνει συντροφιά με το συγγραφέα μπρος-πίσω μέσα στο χρόνο σ’  έναν κόσμο πραγματικό, σ΄ έναν κόσμο που σε κρατάει σε κατάσταση εγρήγορσης, όχι σ΄ κόσμο-καταφύγιο από την πραγματικότητα, όχι σ’ ένα παράλληλο σύμπαν που σε απορροφάει και σε παρηγορεί και συναντιέται μόνο στα όνειρα.  Κι επειδή ακριβώς ο κόσμος αυτού του βιβλίου είναι ένας κόσμος πραγματικός στην ιστορικότητα και στο παρόν του, με όλη του τη βιαιότητα και τη μεγαλοσύνη, τη δόση βλακείας και διάνοιας, δειλίας και γενναιότητας, μεταφυσικής και ορθολογισμού  που χαρακτηρίζει μόνο την πραγματική ζωή, γι΄ αυτό κι είναι ένας κόσμος που βοηθά τελικά όχι μόνο το συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη του να ονειρεύεται. Όχι με τα όνειρα που κοιμίζουν, αλλά μ’  αυτά που σε κρατούν ξύπνιο, που συλλαμβάνουν και αντανακλούν πρώτα σ΄ ένα φαντασιακό πεδίο τις αλλαγές που είναι απολύτως αναγκαίες αλλά φαίνονται αδύνατες στο πεδίο της πραγματικότητας, που αν πρώτα δεν τις ονειρευτείς,  δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς να παλεύει γι΄ αυτές στην πραγματική ζωή. Ο Αντώνης Κακαράς, που μια ζωή τρωγόταν με τα ρούχα του ακριβώς γιατί έκανε τέτοια όνειρα, που χάρη σ’  αυτά αντί να καταβροχθίζει τις βαθμίδες της καριέρας του ως αξιωματικός βρέθηκε μ’  ένα φάκελο “δυσμενείς κρίσεις ανωτέρων» και στη φυλακή και βέβαια 60χρονος με διδακτορικό, κάνει και τον αναγνώστη του να τρώγεται με τα ρούχα του. Γι΄ αυτό και το παρόν βιβλίο είναι ενοχλητικό: Για τις κοινωνικές δομές που από αρχαιοτάτων χρόνων, απ’  την περίοδο αποφθεγμάτων τύπου “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, μέχρι σήμερα θέλουν ανθρώπους παραιτημένους, συμβιβασμένους με ό,τι εμφανίζεται ως “μοίρα” τους

Ή, όπως έγραψα το 2012 στη βιβλιοπαρουσίαση των «Φρουρών της Συκαμινιάς»: «Ο Α.Κ. με την τριλογία του και με τα δύο βιβλία σύντομων αφηγημάτων που την ακολούθησαν οικοδομεί ένα σεντούκι συλλογικής μνήμης, παλιότερης αλλά και σύγχρονης. Με πολύ μεγαλύτερη ποικιλία ανθρώπων και στόχων επιχειρεί κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε με την τριλογία “στρατευμένων ντοκιμαντέρ» της αποκλειστικά για τη γυναίκα στην Αντίσταση – στην ανάκριση, στην εξορία και στις φυλακές – στην πάροδο του 20ου αιώνα η Αλίντα Δημητρίου. Ο Κακαράς συνδυάζει όμως γι΄ αυτό την ιστοριογραφία με τη μυθιστορία. Πρόκειται για ένα πολύτιμο σεντούκι, ακόμα κι αν τα γραπτά του Κακαρά απαιτούν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και κόπο από μεριάς του αναγνώστη για την αποκωδικοποίηση τους. Αυτό όμως συνδέει τον ίδιο τον αναγνώστη με πολύ πιο άμεσο τρόπο με τα ίδια τα κείμενα. Και ταυτόχρονα ανοίγει παράθυρα συνάντησης της ζωής με την ιστορία και την τέχνη… Τελικά ίσως είναι ακόμα καλύτερα που δεν ξέρουμε σε ποιους πραγματικούς ανθρώπους αντιστοιχεί τι απ΄ όσα γράφει ο Κακαράς. Έτσι αυτό που μένει είναι αυτό που κυρίως μετρά αφού οι άνθρωποι φεύγουν: Όχι τόσο οι ίδιοι αλλά οι καταστάσεις που δημιούργησαν, τα σημάδια που άφησε η ζωή τους, τ’ αποτελέσματα από τις πράξεις τους

Ο Αντώνης αγαπούσε με πάθος τη ζωή και τους λαϊκούς ανθρώπους κι είχε πολλούς σύντροφους και φίλους, κανέναν όμως του δικού του φύλου δεν παραδέχτηκε και δεν αγάπησε τόσο όσο τις γυναίκες. Τα βιβλία του είναι ένας ύμνος στη γυναίκα όλων των ιστορικών περιόδων, μορφωτικών επιπέδων και ηλικιών, απ’  τα νεαρά κορίτσια μέχρι τις ώριμες γυναίκες στην Αθήνα και λιγότερο συχνά στη Σαλονίκη, και βέβαια τις γριές στη Φωκίδα και στην αγαπημένη πατρίδα της γυναίκας του, της «Καριωτίνας» Βάλιας Παπαγιάννη, τη Νικαριά. Είναι χαρακτηριστικό πως συζητώντας μαζί μου στον «καφέ της παρηγοριάς» στην κηδεία μιας φίλης του, που έφυγε επίσης αιφνιδιαστικά και πρόωρα αυτό τον Ιούνη, της Μαργαρίτας Λαμπράκη-Παπαπέτρου, για μια περίοδο προϊσταμένης στο εξαιρετικά σημαντικό Κέντρο Ερευνών του Πολεμικού Ναυτικού, αφού μου εξήγησε πόσο αποτελεσματικά κατάφερνε να τα βγάζει πέρα σ’  ένα ανδροκρατούμενο σύμπαν, συνόψισε με τη φράση: «Ήταν μια πραγματική γυναίκα!» Κι ενώ η γυναίκα του εμφανίζεται στο έργο του στις άμεσες αναφορές του συχνά ως «τύραννος» κι «εξουσιαστής», και μάλιστα όχι πάντα «γλυκός», μια αποστροφή του λόγου εδώ, μια παρατήρηση που φαίνεται να του «ξεφεύγει» εκεί, και καταλαβαίνεις ότι πίσω απ’  την αγάπη του γι’  αυτό το ατέλειωτο πάνθεο γυναικών στα έργα του βρίσκεται ένας και μοναδικός έρωτας, που κράτησε περισσότερο από μισό αιώνα: Για μια γυναίκα που εμφανίζεται με διάφορα ονόματα σε διαφορετικά μέρη κι εποχές. Για το κορίτσι ανάμεσα στο πάνθεο γυναικών της Ικαρίας που στους «Φρουρούς της Συκαμινιάς» αποκαλεί με το κωδικό όνομα «Μενεμένη» κι αναφέρεται στην παχιά πλεξούδα της που τον τρέλανε και τον τρελαίνει ακόμα - και μόνο χάρη στο τυχαίο εύρημα μιας φωτογραφίας που μου άφησε για άσχετους λόγους ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός,  κατάλαβα ξαφνικά, ενώ έγραφα την τελευταία βιβλιοπαρουσίαση που έκανα για έργο του, το  2012, ότι είναι η ίδια η Βάλια!

Κι έτσι όχι μόνο τα βιβλία του αλλά κι οι ίδιες οι παρουσιάσεις τους κάθε άλλο παρά ήταν συμβατικές: Είχαν πάντα στοιχεία του απρόβλεπτου. Για παράδειγμα, όταν το 2008 παρουσιάσαμε σε μια κατάμεστη Στοά του Βιβλίου το «Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεεε!», ένας απ’  τους «συμπαρουσιαστές», ο πρώην Α/ΓΕΝ ναύαρχος Α. Αντωνιάδης, συμφοιτητής του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και κατεξοχήν αντισυμβατικός άνθρωπος κι αυτός ο ίδιος (μόλις αποστρατεύτηκε, αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, είχε δηλώσει άθεος προκαλώντας σφοδρές επιθέσεις εναντίον του) ανάφερε ατάραχος μπροστά στο ακροατήριο μας, στο οποίο σγκαταλεγόταν πλήθος απόστρατων όλων των όπλων, ότι κατά την προδικτατορική περίοδο γίνονταν δεκτοί κάθε χρόνο στη Σχολή, φαινομενικά με εξετάσεις, 14 σπουδαστές, απ’  τους οποίους οι 10-11 χαριστικά ως παιδιά ναυάρχων κ.α. ανώτερων αξιωματικών, και οι 3-4 με το σπαθί τους, όντας φτωχόπαιδα συνήθως από χωριό, οι οποίοι θα έπρεπε να γράψουν καλύτερα από ένα μεγάλο πλήθος «ανταγωνιστών» γι΄ αυτές τις 3-4 θέσεις «αριστείας». Δήλωσε επίσης εξίσου ατάραχα ότι ο ίδιος ανήκε στην πρώτη κατηγορία, ενώ ο Αντώνης Κακαράς στη δεύτερη! Στην ίδια παρουσίαση μάθαμε επίσης πως τα «υλικά» (έγγραφα εμπιστευτικά, απόρρητα διαφόρων διαβαθμίσεων, των οποίων έκανε χρήση για να γράψει τα βιβλία του για το Πολεμικό Ναυτικό και τους Έλληνες στρατιωτικούς) τα «απαλλοτρίωνε» κατά καιρούς, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’60, από τις υπηρεσίες και τα καράβια που υπηρετούσε, με αποκορύφωμα τα μεταδικτατορικά χρόνια, όταν ακυρώθηκε η απόταξη του και υπηρέτησε σε σημαντικές θέσεις μέχρι να τον αποτάξει οριστικά, μόλις 45χρονο τότε, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι ότι κάποια χρόνια μετά την ολοκλήρωση των τεσσάρων τόμων (υπήρξε κι ένας πρώτος, ανεξάρτητος, για το Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια της δικτατορίας), υπό τις απειλές της γυναίκας του, που είχε απαυδήσει από το χαρτομάνι κι απειλούσε να τον πετάξει κι αυτόν και τα χαρτιά έξω απ’  το σπίτι, τα παρέδωσε όλα, χαρτόκουτες μέχρι το ταβάνι, στο Μουσείο Μπενάκη, του οποίου συναπαρτίζουν πλέον μέρος του Ιστορικού  του Αρχείου: Εξ ου και στους «συμπαρουσιαστές» μου συγκαταλεγόταν επίσης ο τότε Διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου Αλέκος Ζάννας! Ας σκεφτούμε μόνο πού θα βρίσκονταν σήμερα αυτά τα ντοκουμέντα και μαζί τους ένα κρίσιμο τμήμα ζωντανής σύγχρονης ελληνικής ιστορίας – καμένα ή «θαμμένα» - αν ο Αντώνης υπάκουε με στρατιωτική πειθαρχία στους κανόνες διαχείρισης κάποιων τουλάχιστον «εμπιστευτικών» ή «απορρήτων» εγγράφων…   

Κι ο ίδιος ο Αντώνης Κακαράς στην τελευταία συνάντηση μας, φέτος τον Ιούνιο, μου θύμισε όλο νόημα ότι είχε καταγγείλει δημόσια, όταν πήρε ο ίδιος ως συγγραφέας στο τέλος το λόγο στη «διπλή»βιβλιοπαρουσίαση μας του 2010, με αντικείμενο τα βιβλία του «Offshore αγάπη μου» και «Αλιώρι», ως παντελώς αβάσιμο ένα σημείο της τοποθέτησης μου, που έβγαινε αβίαστα μέσα από το γραπτό του κείμενο – το παρακάτω:

«Από το τρίτο βιβλίο κρατώ ιδιαίτερα τη νοσταλγική, κρυπτογραφική αναφορά του συγγραφέα στην «παράνομη» οργανωτική και πολιτική δραστηριότητα των κομμουνιστικών πυρήνων στα στρατιωτικά σώματα, κι ιδιαίτερα στο ναυτικό, ανάμεσα στους μόνιμους αξιωματικούς κατά την περίοδο των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων – μια δράση που είχε τις ρίζες της στη ριζοσπαστικοποίηση που προκάλεσαν τα κινήματα του ναυτικού αλλά και το γενικότερο αντιδικτατορικό κίνημα των τελευταίων χρόνων. Πρόκειται για την πρώτη δημόσια, αν δεν κάνω λάθος, αναφορά. Μένει, όσο είναι ακόμα καιρός, να καταγραφεί η ιστορία της, έστω κι αν δε μπορεί ακόμα να δημοσιοποιηθεί. Και γιατί να μην αποτελέσει αυτή η καταγραφή έναν  καινούργιο τομέα δραστηριότητας για τον συγγραφέα; Εμείς, νεαροί τότε πολίτες, που ανακατευόμασταν μόνο από την άλλη πλευρά, από τη μεριά της ανάπτυξης ανοικτής αγωνιστικής πολιτικής δραστηριότητας ανάμεσα και μέσω όσων υπηρετούσαν τη θητεία τους, μέσω της οποίας έγινε δυνατόν να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής, να νομιμοποιηθεί το διάβασμα εφημερίδων και βιβλίων μέσα στους στρατώνες και de facto η συμμετοχή ένστολων και των τριών σωμάτων στις διαδηλώσεις, ξέραμε απλώς για την ύπαρξη μιας τέτοιας δράσης ανάμεσα στους μόνιμους. Κι είχαμε γι΄ αυτή ανέκαθεν το μεγαλύτερο σεβασμό.»

Μετά τη δημόσια «αποκήρυξη» της τοποθέτησης μου, βέβαια, είχαν παρελάσει με το τέλος της βιβλιοπαρουσίασης αρκετοί απόστρατοι – ή και κάποιες απ’  τις συζύγους τους! – για να με χτυπήσουν στην πλάτη μ’  ένα γελάκι και να μου ψιθυρίσουν λίγα πονηρά λόγια στο αυτί. Ενώ στην κουβέντα μας έξι χρόνια αργότερα, αυτό τον Ιούνη, ο Αντώνης μου είχε πει υποτιμητικά: «Και σε νόμιζα έξυπνο άνθρωπο!» Και μου μίλησε - πάντα εξαιρετικά κρυπτικά - για τον πατέρα της Βάλιας, στρατηγό του τακτικού στρατού και του ΕΛΑΣ, για μια περίοδο μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, τον εξαιρετικό Στέφανο Παπαγιάννη, που βρεθήκαμε μαζί για λίγο συγκρατούμενοι το Φλεβάρη του 1974 στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και το 1996, μαθαίνοντας καθυστερημένα το θάνατο του, είχα γράψει γι’  αυτόν ένα από τα τελευταία μου ποιήματα με τίτλο «Απώλειες» («Η μεγάλη εποχή», Εκδ. Ταξιδευτής, 2009).

Τελικά, μετά το ξαφνικό ταξίδι χωρίς γυρισμό του Αντώνη, κανείς δεν πρόκειται να γράψει γι’  αυτά με την αμεσότητα του σκεπτόμενου ανθρώπου της δράσης. Δεν πρόκειται να ισχύσει, γι’  αυτή την περίπτωση, ο στίχος του Μπρεχτ από το «Εγκώμιο στην παράνομη δουλειά»:

       Βγείτε μπροστά

       Για μια μικρή ματιά

       Άγνωστα, καλυμμένα πρόσωπα

       Και δεχτείτε την ευγνωμοσύνη μας.

Ας είμαστε ευγνώμονες που σε μια εποχή σαν τη δική μας ο Αντώνης κατάφερε να γράψει, με το μοναδικό του αμίμητο στιλ, το έπος των «ασυμπίεστων», που – όπως εξηγούσα στην τελευταία βιβλιοπαρουσίαση που έκανα γι’  αυτόν, το 2012, «στην ορολογία της σάγκας του Αντώνη Κακαρά είναι οι κομμουνιστές που δεν “έσπασαν” ούτε κάτω απ’  τα βασανιστήρια ούτε κάτω απ’  την ανελέητη πίεση της ζωής. Απόηχος αυτής της στάσης εκείνης της γενιάς είναι η αφιέρωση-ευχή, πολύτιμη στις μέρες μας, του A.K. στους “Φρουρούς της Συκαμινιάς” (μια άμεση αναφορά στα παιδιά του και προπαντός στα εγγόνια του): “Στα πλάσματα που ‘ρχονται και στα γονικά τους. Αντρόπιαστοι κι απροσκύνητοι να ζήσουν.”»

Eιδικά αυτή την εποχή, από έναν άνθρωπο που το καλοκαίρι του 2010 μου είπε χωρίς δεύτερη κουβέντα «ναι» κι έβαλε την υπογραφή του κάτω από την έκκληση των αρχικά 77 ανθρώπων που απάρτισαν το «Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς» ζητώντας «κοινή δράση όλης της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής» απέναντι στο Μνημόνιο, μαζί με τον Χουρμουζιάδη και τον Βαρδάνη, κι οι δυο επίσης οιωσεί  παρόντες αν και φευγάτοι στο μεγάλο ταξίδι, αυτό είναι και το πιο ουσιαστικό μήνυμα.

Θα μας λείψεις αφάνταστα, Αντώνη.



Ηράκλειο Κρήτης, 10.8.2016
Νάντια Βαλαβάνη








Η αναδημοσίευση της ομιλίας μου για το τελευταίο από τα τέσσερα βιβλία του που παρουσίασα, τη συλλογή αφηγημάτων ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ ΤΗΣ ΣΥΚΑΜΙΝΙΑΣ, στην αίθουσα της ΕΕΛ στις 21 Μαίου 2012, προέρχεται από το ιστολόγιο του.


Βιβλιοπαρουσίαση "Οι Φρουροί της Συκαμινιάς"

 

  


Οι Φρουροί της Συκαμινιάς


Ορθές δοξασίες και πάνω τούρλα



ΕΕΛ, Δευτέρα 21.5.2012



Αγαπητές φίλες και φίλοι,



Είναι για μένα μεγάλη τιμή που ο Αντώνης Κακαράς μου ζήτησε να συμμετέχω στην παρουσίαση του 5ου από αυτά τα περίεργα, σαγηνευτικά, κατά βάση αυτοβιογραφικά αλλά με έντονα αινιγματικό χαρακτήρα, αφηγηματικά του βιβλία. Καθώς έχω ήδη συμμετάσχει στην παρουσίαση των τριών πρώτων, αισθάνομαι ότι πλάι στην ιδιότητα μου εκείνη που ένας αναπόφευκτα βάρβαρος νεολογισμός προσδιορίζει ως «Μπρεχτολόγο», έχει πλέον προστεθεί μια δεύτερη, αντίστοιχου χαρακτήρα, αυτή του «Κακαρολόγου»! Και πρέπει να σας πω ότι για τον αναγνώστη που θα το επιχειρήσει, η καταβύθιση στο μυθικό και μυστηριακό κόσμο των αφηγημάτων του Αντώνη Κακαρά θα αποτελέσει, όπως και για μένα, μια εξαιρετικά ιδιόμορφη και σπάνια απόλαυση. Είτε πρόκειται για τον κόσμο που περικλείουν οι συντεταγμένες, μνημονικές ή σύγχρονες, της παιδικής του ηλικίας στη Γραβιά Φωκίδας στους πρόποδες τριών περήφανων βουνών, κάποτε εξ ολοκλήρου καλυμμένων από ελατόδασα και τώρα με μεγάλα τμήματα τους να θυμίζουν καραφλό βουνό, με αναδάσωση από βρύα και λειχήνες, χάρη στις πολύχρονες φιλότιμες προσπάθειες της Εταιρείας Βωξίτες Παρνασσού, στις οποίες αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο διήγημα του «Ο Σταμάτης από εργάτης γης έγινε εργάτης γης». Είτε πρόκειται για τον κόσμο  των κατοπινότερων περιπλανήσεων του στον Κόκκινο Βράχο, στην Ικαρία της γυναίκας του και της οικογένειας των Παπαγιάννηδων. Αυτοί οι δύο άξονες καταλαμβάνουν τα δύο άκρα των Φρουρών της Συκαμινιάς, ενώ τον ενδιάμεσο τους χώρο, καταλαμβάνει μια no mans land, εσκεμμένα απροσδιόριστη, ακόμα κι αν οι αφηγήσεις αφορούν ως χώρο την Αθήνα είτε πιο σπάνια τη Θεσσαλονίκη, καθώς εύκολα ξεγλιστρούν σε διαλόγους για τα προβλήματα του κόσμου και της εποχής μας, για τα τελευταία πολύ πυκνά χρόνια της κρίσης, με την αγέννητη ακόμα τότε εγγονή του  ή σ’  ένα ακόμα περισσότερο μυθικό τοπίο, με φίλους γύρω απ’  την ιεροτελεστία ενός μεσαίου μπουκαλιού ρακή ή με τα παιδιά ή με τη Βάλια: Σε ένα αυστηρά αυτοαναφορικό λόγο κρυμμένο πίσω από μια διαρκή μιμική διαμαρτυρία ότι οι μεγάλες αγάπες της ζωής του δήθεν τον δυναστεύουν κατ’ ουσία αφαιρώντας του ακόμα και το λόγο…

Ως «Κακαρολόγος», όμως, έχω το προνόμιο σε σχέση με τον αναγνώστη να έχω διαβάσει και το πρώτο και πλέον κεντρικό, ενιαίο αυτοβιογράφημα του, ‘Οξω απ’  τα αμπέλια ρεεε!

Εκεί βρίσκονται οι ρίζες των Φρουρών της συκαμινιάς: Ήδη σ’  αυτό το πρώτο βιβλίο αφηγείται, με αυτόν τον όλο πραγματικό μπρίο και ζωή προφορικό λόγο, με τη διπλή ντοπιολαλιά, Γραβίσια και Καριώτικα, το ιδιόρρυθμα βωμολοχικό «αναρχικό» λεξιλόγιο στο οποίο είναι γραμμένα και τα 5 του βιβλία, τις τρέλες της ζωή του από τότε που, όπως λέει, για να τυραννάει τη μάνα του «ήρθε στον κόσμο ο διάολος που τον είπαν Γρίβα» (το πιο συνηθισμένο από τα ψευδώνυμα του ως λογοτεχνική persona). Χωρίς οποιονδήποτε ανιχνεύσιμο εξωραϊσμό, με μια πραγματικά αφοπλιστική ειλικρίνεια και ντομπροσύνη,  ανακατεύοντας καταστάσεις σοβαρές και ανόητες, τραγικές και  ξεκαρδιστικές, κρίσιμες και της πλάκας, γενναιόφρονες και μικρόψυχες, εξαιρετικά προσωπικές και απολύτως δημόσιες [όπως συμβαίνει, με άλλα λόγια, με τη ζωή όλων μας, μόνο πως σχεδόν ποτέ δεν είμαστε σε θέση να το αναγνωρίσουμε αυτό δημόσια με τέτοιο ανυπόκριτο τρόπο όταν αφορά εμάς τους ίδιους],  στις οποίες μπερδεύονται στην κυριολεξία εκατοντάδες – είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις τι γίνεται με όλους – πρόσωπα. Στο επίκεντρο αυτού του βιβλίου βρίσκεται ωστόσο η περίοδος που περνά με φευγαλέες μόνο αναφορές στους Φρουρούς της Συκαμινιάς, τα χρόνια της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και της καριέρας του στο Πολεμικό Ναυτικό πριν και μετά τη δικτατορία, με το γνωστό επεισόδιο που τη διέκοψε στα ενδιάμεσα χαρίζοντας του μια απόταξη, ναυτοδικείο και τη φυλάκιση του κατά τη διάρκεια της χούντας – όλα με μια προσέγγιση σχεδόν πειρατική…

Επιτρέψτε μου να τσιτάρω εδώ ένα εκτενές απόσπασμα από την παρουσίαση του βασικού αυτοβιογραφικού βιβλίου του Αντώνη Κακαρά, που προσιδιάζει στο χειρισμό από το συγγραφέα των αντίστοιχων θεμάτων στους Φρουρούς, αντί να μπω στον πειρασμό να το παραφράσω αναφορικά με το τελευταίο του βιβλίο:

«Πολύ πέρα από τα συνηθισμένα στρογγυλέματα που υπαγορεύει η συνήθης οπορτουνιστική διάθεση  των αυτοβιογράφων εφόσον τα πρόσωπα που αναφέρονται ζουν κι ενδιαφέρουν ακόμα το συγγραφέα, είναι σε θέση να το κάνει αυτό με τόσο απίστευτο, κάποιες φορές, τρόπο, επειδή διαπραγματεύεται και χειρίζεται τόσο ανελέητα, θα ’λεγες, τα σχετικά με το δικό του ρόλο στην ιστορία. Τόσο στη Μικρή Αφήγηση, την αφήγηση της δικής του προσωπικής ιστορίας, όσο και στη Μεγάλη Αφήγηση, της δημόσιας ιστορίας των καιρών μας. Αυτό, πέρα απ’  το πώς αφηγείται, είναι που κάνει τόσο σαγηνευτικό αυτό το βιβλίο. Γιατί από τις πρώτες ήδη σελίδες σου δίνει την αίσθηση ότι είναι ένα κείμενο που δεν υποτιμά τους αναγνώστες του, που τους αντιμετωπίζει ως ενήλικες, που τους σέβεται ως ανθρώπους σκεπτόμενους και με μέτρο σύγκρισης τις δικές τους εμπειρίες, προπαντός σε συνάφεια με την, πάντα αιχμηρή, πραγματικότητα: Ξέρουμε όλοι λίγο-πολύ ότι οι στρογγυλές γωνίες και οι συνωστισμοί στις προκυμαίες εμφανίζονται μόνο όταν αρχίζει η ιστορική αναθεώρηση….

…Ο αναγνώστης του Όξω απ’  τ’ αμπέλια ρεεε όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά γνωρίζει τη σπάνια ευχαρίστηση σε μια εποχή που η εικόνα εξοστρακίζει τη σκέψη και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε εικονική, να περιδιαβαίνει συντροφιά με το συγγραφέα μπρος-πίσω μέσα στο χρόνο σ’  έναν κόσμο πραγματικό, σ΄ έναν κόσμο που σε κρατάει σε κατάσταση εγρήγορσης, όχι σ΄ κόσμο-καταφύγιο από την πραγματικότητα, όχι σ’ ένα παράλληλο σύμπαν που σε απορροφάει και σε παρηγορεί και συναντιέται μόνο στα όνειρα.  Κι επειδή ακριβώς ο κόσμος αυτού του βιβλίου είναι ένας κόσμος πραγματικός στην ιστορικότητα και στο παρόν του, με όλη του τη βιαιότητα και τη μεγαλοσύνη, τη δόση βλακείας και διάνοιας, δειλίας και γενναιότητας, μεταφυσικής και ορθολογισμού  που χαρακτηρίζει μόνο την πραγματική ζωή, γι΄ αυτό κι είναι ένας κόσμος που βοηθά τελικά όχι μόνο το συγγραφέα αλλά και τον αναγνώστη του να ονειρεύεται. Όχι με τα όνειρα που κοιμίζουν, αλλά μ’  αυτά που σε κρατούν ξύπνιο, που συλλαμβάνουν και αντανακλούν πρώτα σ΄ ένα φαντασιακό πεδίο τις αλλαγές που είναι απολύτως αναγκαίες αλλά φαίνονται αδύνατες στο πεδίο της πραγματικότητες, που αν πρώτα δεν τις ονειρευτείς,  δεν υπάρχει περίπτωση να βρεθείς να παλεύει γι΄ αυτές στην πραγματική ζωή. Ο Αντώνης Κακαράς, που μια ζωή τρωγόταν με τα ρούχα του ακριβώς γιατί έκανε τέτοια όνειρα, που χάρη σ’  αυτά αντί να καταβροχθίζει τις βαθμίδες της καριέρας του ως αξιωματικός βρέθηκε μ’  ένα φάκελο «δυσμενείς κρίσεις ανωτέρων» και στη φυλακή και βέβαια 60χρονος με διδακτορικό, κάνει και τον αναγνώστη του να τρώγεται με τα ρούχα του. Γι΄ αυτό και το παρόν βιβλίο είναι ενοχλητικό: Για τις κοινωνικές δομές που από αρχαιοτάτων χρόνων, απ’  την περίοδο αποφθεγμάτων τύπου “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, μέχρι σήμερα θέλουν ανθρώπους παραιτημένους, συμβιβασμένους με ό,τι εμφανίζεται ως “μοίρα” τους

Οι φρουροί της συκαμινιάς δε μοιάζει από άποψη είδους με τα τρία πρώτα λογοτεχνικά βιβλία του Αντώνη Κακαρά, που είναι ενιαία αφηγήματα, το δεύτερο και το τρίτο μάλιστα με δομή μυθιστορίας. Σε αυστηρό προσδιορισμό φόρμας, θα τ’  αποκαλούσαμε διηγήματα. Προσωπικά ωστόσο θα προτιμούσα σ’  αυτή την ελευθεριάζουσα, συχνά «χύμα» μορφή προφορικού λόγου διατυπωμένου γραπτά με κυρίαρχο χαρακτηριστικό το σαρκασμό συνοδεία ενός ακόμα οξύτερου αυτοσαρκασμού, να δώσω τον πιο ευέλικτο χαρακτηρισμό «αφηγήματα». [Εξαίρεση αποτελούν λίγα κείμενα «αυστηρής» μορφής, που προσιδιάζει σε αντίστοιχης αυστηρότητας στη διατύπωση τους περιεχόμενα, προς το τέλος, ανάμεσα τους και ένα από τα ομορφότερα, το «Λίγο πριν λίγο μετά», που αναφέρεται στην προσωπική εμπειρία του Α.Κ. από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.] Εδώ λοιπόν η τοιχογραφία αφανών ηρώων του Κακαρά, αναγκαστικά μικρότερη σε αριθμό από το μέγα πλήθος που μας έχει συνηθίσει, κινείται θραυσματικά, χωρίς τις μέσες και τις άκρες που αποκαλύπτονται, συνδέονται και αποσυνδέονται συνέχεια στα τρία πρώτα ενιαία μεγάλα αφηγήματα  του. Αυτό όμως προσδίδει στην αφήγηση του μια ελευθερία απροσδόκητη: Καθώς δεν είναι υποχρεωμένος να «κλείσει» ότι ανοίγει, όπως συμβαίνει σ’  ένα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας των Φρουρών με ανηλεή άνεση ανοίγει συνέχεια πρόσωπα και θέματα, έχοντας επίγνωση ότι εδώ δεν είναι αναγκασμένος να οδηγήσει τους ήρωες του και ό,τι τους τυραννά σε ένα «τέλος», είτε πρόκειται για happy end είτε για κάποια θλιβερή κατάληξη. Στα περισσότερα αφηγήματα, κι ακόμα πιο έντονα στα πιο έντονα πολιτικά, αυτά που έχουν μια χροιά επιφυλλίδας, όχι μόνο η κεντρική ιστορία αλλά και «η ιστορία μέσα στην ιστορία», που διηγείται ως αφηγητής, συχνά στη θέση του αυτήκοου μάρτυρα,  έχει ανοιχτό τέλος. Έτσι όμως η τέχνη συναντιέται για μια φορά ακόμα σε ένα από τα πολλαπλά επίπεδα τομής της με τη ζωή, που δεν κινεί τα πράγματα σε κλειστούς κύκλους ή σε «κουτάκια», αλλά συνήθως μας αφήνει αναποφάσιστους ως προς την κατεύθυνση και την κατάληξη των εξελίξεων.

Στον Πρόλογο του ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει το συμβολισμό της συκαμινιάς, κοινώς μουριάς, ενός δέντρου που ενδημεί στην περιοχή που γεννήθηκε ο συγγραφέας, καθώς το 19ο αιώνα αποτελούσε κέντρο σηροτροφίας και παραγωγής μετάξινου νήματος σε οικοτεχνίες. Η συκαμινιά, που μετά την παρακμή της καλλιέργειας μεταξοσκώληκα έμεινε κυρίως να προσφέρει στις αυλές των χωριατόσπιτων την προστασία της παχιάς σκιάς της από τον καλοκαιρινό ήλιο και λιγότερο τα σύντομης ζωής μούρα της, σύμφωνα με το συγγραφέα στο μοναδικό ίσως απόσπασμα του βιβλίου που τα πράγματα διατυπώνονται χωρίς περιστροφές: «…Θα μπορούσε να είναι οι ηθικές μας αξίες, οι παραδόσεις μας ως λαού, οι ιδιαιτερότητες μας, τα όνειρα μας, οι στόχοι και οι βλέψεις μας, τα όσα θεωρούμε ως θέσφατο όχι όμως εκ θεού προερχόμενο αλλά από τη συμπυκνωμένη πείρα, την αναλλοίωτη πίστη στο αλάθητο της συλλογικής μνήμης, στην κτηθείσα με αιώνων περισυλλογή αλλά και δράση του λαού μας για προστασία όσων ο ίδιος (ο λαός) αποκτώντας με αίμα και δάκρια, θεωρεί ως κτήση και δικαιώματα του».

Ο ίδιος βάζει στη συνέχεια το ερώτημα «ποιοι είναι οι φρουροί της» και απαντά με πολύ μικρότερη αποκαλυπτική διάθεση: «Φύλακες της συκαμινιάς είναι αυτοί που ο καθένας μας θεωρεί ως τέτοιους και όχι κατ’  ανάγκη όσους ο γράφων παρουσιάζει εδώ.»

Ποιους παρουσιάζει σ’  αυτό το ρόλο ο γράφων; Υποθέτω – γιατί ό,τι γράφει ο Α.Κ. επιδέχεται συνήθως πολλαπλές ερμηνείες κι αποκωδικοποιήσεις, και αν δεν είσαι εξοικειωμένος με τη μικροϊστορία του κάθε τόπου αναφοράς του, τα πρόσωπα των πραγματικών ανθρώπων παραμένουν τυλιγμένα στην αχλή της σύγχρονης μυθολογίας του συγγραφέα – ότι σ’  ένα πρώτο επίπεδο αναφέρεται στο τελευταίο διήγημα του, που δίνει τον τίτλο και στη συλλογή. Σ’  αυτό φρουροί της κυριολεκτικής συκαμινιάς προκειμένου να σωθούν τα μούρα της απ’  τις επιδρομές των παιδόπουλων της παιδικής του ηλικίας είναι – σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα άμυνας – ο μπαρμπα-Χαρίλαος, που αποτελούσε και τον ιδιοκτήτη της, το κουτάβι του με τα μυτερά δόντια ονόματι Χάρος, η κατσίκα του με τις περιβόητες κουτουλιές ονόματι Μέδουσα που την έδενε κάτω απ’  το δέντρο όταν έλειπε και ο φοβερότερος απ’  όλους, καθώς τα τσιμπήματα του μπορούσαν να βγάζουν μάτια, ένας κόκορας ονόματι Σεϊτάν. Όταν τα παιδιά θα σκοτώσουν τον κόκορα με μια σκληρή άγουρη ντομάτα και θα μοιραστούν ντροπιασμένα με τον μπαρμπα-Χαρίλαο τη σούπα του, ο τελευταίος θα απελευθερώσει την πρόσβαση στο δέντρο: Όχι για να σώσει τα δύο ζώα που του μείνανε, αλλά γιατί ο αποκλεισμός των παιδιών απ’  το δέντρο είχε χαρακτήρα παιδαγωγικό: Για να μάθουν μόνα τους αποφεύγοντας τον να κλέβουν τα μούρα, μια διδαχή που ολοκληρώνεται με το πρώτο αίμα που χύνεται… Μαθαίνουμε ταυτόχρονα ότι ο Χαρίλαος ήταν παλιός αντάρτης, απ’  τους «ασυμπίεστους», που στην ορολογία της σάγκας του Αντώνη Κακαρά είναι οι κομμουνιστές που δεν «έσπασαν» ούτε κάτω απ’  τα βασανιστήρια ούτε κάτω απ’  την ανελέητη πίεση της ζωής. Απόηχος αυτής της στάσης εκείνης της γενιάς είναι η αφιέρωση-ευχή, πολύτιμη στις μέρες μας, του Α.Κ. στο τελευταίο του βιβλίο: «Στα πλάσματα που ‘ρχονται και στα γονικά τους. Αντρόπιαστοι κι απροσκύνητοι να ζήσουν.»

Σ’  ένα δεύτερο επίπεδο, φυσικά, κι αυτό κυρίως μας ζητεί να διακρίνουμε ο Αντώνης Κακαράς, φύλακες της συκαμινιάς είναι ολόκληρη η τοιχογραφία των αφανών λαϊκών ηρώων του, που είναι η ραχοκοκαλιά αυτού του τόπου: Ο οικοδόμος Βασίλης ο επίσης ασυμπίεστος, που στο σακούλι πλάι στο προσφάι του είχε πάντα ένα βιβλίο. Ο κύριος Μιχάλης, ο οδηγός του σχεδόν μυθικού λεωφορείου που διασχίζει την Ικαρία υποκαθιστώντας το κράτος στον κοινωνικό και ταυτόχρονα οικονομικό του ρόλο αφήνοντας στο διάβα του ικανοποιημένους ανθρώπους κι ένα έντονο άρωμα αυτοδιαχείρισης. Η γιαγιά Πριονούλα κι οι άλλες γιαγιάδες της Γραβιάς, ίδιας κοψιάς με τη μακαρίτισσα τη δική μου πεθερά και τις δυο γιαγιάδες του συντρόφου μου που πρόλαβα κάμποσα χρόνια ζωντανές στα διπλανά στη Γραβιά  Καστέλλια – σύμφωνα με τον Κακαρά, «οι ίδιες φιγούρες, μαυροφορεμένες, τσεμπέρια, σκυφτές, συχνά πυκνά κουβαλάγαν το κλαρί από το λόγγο, την άλλη απ’  τ’  αμπέλια»:  Τίποτα δε θεωρούσαν δικό τους και όλα τα πρόσφεραν στα παιδιά και στα εγγόνια τους, τα πολλά χρόνια που σχεδόν όλοι ήταν μόνιμα πεινασμένοι, πριν απ’  όλα το μερίδιο απ’  το φαί τους. Οι δύο ανάπηροι, απ’  τους οποίους ο τυφλός έβαλε τα πόδια του κι ο σακάτης τα μάτια του σε μια κολεγιά απρόοπτη, για να γίνουν και οι δυο σ’  ένα σύνολο εξ ολοκλήρου λειτουργικοί. Οι γυναίκες-σύντροφοι, στο επίκεντρο τους η Μηλιά κι η Μενεμένη, οι βελανιδιές στο αντίστοιχο διήγημα, στις οποίες θα επανέλθουμε.  Ο Σπύρος ο υδραυλικός, που διηγείται τη σάγκα της ζωής του, από το μπαρμπέρικο και το παγωτατζίδικο  πιτσιρικάς για να ζει τη μάνα του και τον εαυτό του με τον πατέρα του εξορία μέχρι το ξεπάγιασμα του στις Φυλακές Κορυδαλλού στη δικτατορία, ουσιαστικά επειδή ήταν απροσκύνητος, άφραγκος κι από οικογένεια αριστερή. Και άλλου τύπου ήρωες: Ο εργολάβος που κάποτε ήταν οικοδόμος και ξήλωνε μαζί με τους συντρόφους του στις διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη τα πεζοδρόμια και χρόνια μετά ανακαλύπτει ξανά, έστω και φευγαλέα, το πραγματικό νόημα της ζωής. Και συνεχίζουν σε παρέλαση οι οικονομικοί και άλλοι μετανάστες και μετανάστριες παρέα με τ’ αφεντικά τους με  αίσθηση ιδιοκτησίας ανθρώπων. Και συνεχίζεται στο αέναο αυτή η τοιχογραφία αντρών και γυναικών, για κάθε αναγνώστη που θα ‘θελε να την ανακαλύψει ο ίδιος. Μαζί οι συγκρούσεις ενός κόσμου ολόκληρου με το κράτος, με το χαφιέ, με το βασανιστή, με τον παπά, με τον τοκογλύφο στο ανώμαλο εμφυλιοπολεμικό καθεστώς που τερματίστηκε με την κατάρρευση της δικτατορίας. Κι οι συγκρούσεις που συνεχίστηκαν με το πελατειακό κράτος, με το καθεστώς του εκσυγχρονισμού από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με τον πόλεμο που σήκωσε και πάλι το απειλητικό του κεφάλι από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας, με τις τράπεζες και τη δικτατορία των χρηματοπιστωτικών αγορών, τους σύγχρονους τοκογλύφους, με την καταστροφή που απειλεί άμεσα πια τη ζωή της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας στα τελευταία χρόνια καθολικής κρίσης του συστήματος.

Απέναντι σ’  αυτή τη κατάσταση, σε μια αποστροφή χαρακτήρα βιβλικής Αποκάλυψης ο συγγραφέας καταφεύγει σ’ ένα άγριο όνειρο απ’  τη Γαλλική Επανάσταση, απ’  την περίοδο της «κόκκινης τρομοκρατίας». Βλέπει τον εαυτό του καθισμένο μαζί με τις γυναίκες μπροστά στη γκιλοτίνα να πλέκει μαζί τους περιμένοντας τα κεφάλια να πέσουν στο καλάθι: «Και να σας πω που φαντάστηκα πως βρίσκομαι, να σας το πω, γιατί όχι. Σ’  ένα τουρ πρώτη σειρά στην πλατεία με το πλέξιμο μου, περιμένοντας το κάρο και την ώρα της γκιλοτίνας για κείνους με τα Jacuzzi να πούμε, ναι, ρε, εκεί γιατί έτσι ηρεμώ, για να μην πω πάνω στη γκιλοτίνα να την ελέγχω…»  Στα πιο άγρια όνειρα μου τον φαντάζομαι κι εγώ να χοροπηδά πάνω στα ξυλοπάπουτσα του γύρω απ’  τη γκιλοτίνα συμμετέχοντας στο χορό των γυναικών…

Ο Α.Κ. με την τριλογία του και με τα δύο βιβλία σύντομων αφηγημάτων που την ακολούθησαν οικοδομεί ένα σεντούκι συλλογικής μνήμης, παλιότερης αλλά και σύγχρονης. Με πολύ μεγαλύτερη ποικιλία ανθρώπων και στόχων επιχειρεί κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε με την τριλογία «στρατευμένων ντοκιμαντέρ» της αποκλειστικά για τη γυναίκα στην Αντίσταση – στην ανάκριση, στην εξορία και στις φυλακές – στην πάροδο του 20ου αιώνα η Αλίντα Δημητρίου. Ο Κακαράς συνδυάζει όμως γι΄ αυτό την ιστοριογραφία με τη μυθιστορία. Πρόκειται για ένα πολύτιμο σεντούκι, ακόμα κι αν τα γραπτά του Κακαρά απαιτούν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια και κόπο από μεριάς του αναγνώστη για την αποκωδικοποίηση τους. Αυτό όμως συνδέει τον ίδιο τον αναγνώστη με πολύ πιο άμεσο τρόπο με τα ίδια τα κείμενα. Και ταυτόχρονα ανοίγει παράθυρα συνάντησης της ζωής με την ιστορία και την τέχνη: Επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα προσωπικό τόνο, χρησιμοποιώντας δύο παραδείγματα που ξεκινούν απ’  αυτή την τελευταία ιδιότητα των κειμένων του Α.Κ.

Πρώτον: Τη μαύρη φτώχεια που περιγράφει, τα παιδιά που αν έπεφταν στα χέρια τους βαζάκι με γλυκό της μάνας τους το καθάριζαν κατευθείαν χωρίς σκέψη για τις επακόλουθες συνέπειες, τα σχολικά συσσίτια της UNRA με το γάλα σκόνη και το κίτρινο τυρί και τα δέματα με τα μεταχειρισμένα ρούχα που ερχόταν βοήθεια απ’  το εξωτερικό, το γουρούνι που πάχαιναν μισό χρόνο, το έσφαζαν τα Χριστούγεννα και το έτρωγαν όλο το χειμώνα ενώ ακόμα κι απ’  το δέρμα του έφτιαχναν γουρουνοτσάρουχα, τα ήξερα από τις αναμνήσεις του συντρόφου μου και της αδερφής του. Τη σκληρή ατέλειωτη δουλειά των γυναικών, χωρίς διαφορά από των αντρών πέρα απ’  τ’  ότι είχαν και τα παιδιά και το σπίτι, αυτή την ασταμάτητη δουλειά, το όργωμα με αρχαία τεχνολογία, τα κοπάδια στη Γραβιά και τα Καστέλια, τη δουλειά στα καπνοχώραφα από τις 4 η ώρα το πρωί και τ’  ατέλειωτα ξενύχτια για το αρμάθιασμα του καπνού στα Καστέλια, τη μετανάστευση απ’  την Αμερική μέχρι την Αυστραλία και τη Γερμανία, τα ξέρω απ’  τις ιστορίες της πεθεράς μου και των φιλενάδων της. Το μεταλλείο, που «έδωσε ψωμί» στα χωριά της περιοχής, όπως λένε ακόμα και σήμερα, μετατρέποντας μερίδα των αγροτών, άντρες και γυναίκες, σε εργάτες, αλλά συνδεμένους με μισοτσιφλικάδικους δεσμούς εξάρτησης. Τις πελατειακές σχέσεις που ακόμα σήμερα προσδένουν τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής με την εταιρεία, που με την επιφανειακή εξόρυξη του βωξίτη έχει φάει φέτες-φέτες τα πανέμορφα βουνά ολόγυρα και σήμερα λυμαίνεται τα κάποτε άφθονα νερά της περιοχής, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι οι βρύσες στα σπίτια να τρέχουν με ωράριο και η ποιότητα του νερού να έχει γίνει απαράδεκτη. Το ρήμαγμα της αγροτικής παραγωγής και των χωριών της περιοχής πλέον σήμερα, τα τεράστια σπίτια-σύμβολα πλούτου που χτίζονται από τη δεκαετία του ’90 και μένουν άδεια, καθώς οι κάτοχοι τους εμφανίζονται στο χωριό ελάχιστες μέρες το χρόνο, τα ξέρω απ’  τις διηγήσεις όλων και κάποια απ’  αυτά – τα βουνά, τα νερά και τα σπίτια – τα βλέπω και τα ζω η ίδια. Κι όχι μόνο στο πανέμορφο διήγημα για το προσωρινό ξαναγύρισμα των νερών στην περιοχή μετά απ’  τη μεγάλη βροχή. Και παραπέρα: Κάποιοι λίγοι παλιοί αριστεροί με τις ιστορίες τους απ’ το αντάρτικο και τον εμφύλιο, από μάχες, ήρωες κι εκτελεσμένους, όσοι επιζούν ακόμα, είναι εκεί για να τους συναντήσει κανείς. Και επίσης το αντεστραμμένο είδωλο αυτού του κόσμου – από το «Βαρόνο» και τη συμμορία του, που ματοκύλισαν την περιοχή στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, μέχρι τις άτυχες γιαγιάδες που νέες «χάσαν την τιμή» τους κι έμειναν να κάνουν «ψυχικά» στους άντρες του χωριού, από τα φονικά για λόγους τιμής ή για ζωοκλοπή ή για το τίποτα μέχρι την καρότσα που έσταζε αίμα από τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών, λίρα το κεφάλι.

Ακόμα καλύτερα που δεν ξέρουμε σε ποιους πραγματικούς ανθρώπους αντιστοιχεί τι απ΄ όσα γράφει ο Κακαράς. Έτσι αυτό που μένει είναι αυτό που κυρίως μετρά αφού οι άνθρωποι φεύγουν: Όχι τόσο οι ίδιοι αλλά οι καταστάσεις που δημιούργησαν, τα σημάδια που άφησε η ζωή τους, τ’ αποτελέσματα από τις πράξεις τους.

Δεύτερον: Διάβασα τις «Βελανιδιές» χωρίς να προσδιορίσω τις γυναίκες που αναφέρονται. Πριν ένα μήνα ένας πραγματικά αξιόλογος νεαρός ιστορικός, ο Ιάσωνας Χανδρινός, μου άφησε για διάβασμα την αδημοσίευτη μεταπτυχιακή σεμιναριακή του εργασία με τίτλο: Αθηναϊκός Σύλλογος Οικογενειών Πολιτικών Εξορίστων και  Φυλακισμένων 1958-1967. Ο αγώνας για την αμνηστία στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60.Αργά χθες βράδυ ξαναδιάβαζα τις «Βελανιδιές» και μια φράση για τη Μενεμένη μου έκανε «κλικ»:  Η περιγραφή της την ώρα που την πιέζουν να κάνει δήλωση ενώ ο πατέρας της είναι εξορία και την αποκαλούν «αναρχοκομμουνίστρια» επειδή δεν κάνει. «Η Μενεμένη στητή μ΄ εκείνη την κοτσίδα την παλιομοδίτικη που τρέλανε τον άλλον, κι ακόμα χαμένο τον έχει το νου του δηλαδή…» Προσέτρεξα στο παράρτημα του δακτυλότυπου με τις αδημοσίευτες φωτογραφίες. Κι εκεί, συνδυάζοντας κοτσίδα και όνομα, βρήκα τη μια απ’ τις δυο Βελανιδιές μαζί με τα παιδιά της Χορωδίας του Συλλόγου, την Αλίκη Παπαδομιχελάκη, την Πηνελόπη Κυριακίδου, τη Νίτσα Λουλέ, το Θανάση Παπαρήγα: Βρήκα τη Βάλια Παπαγιάννη…



Αγαπητές φίλες και φίλοι,



Επιτρέψτε μου να κλείσω καθόλου πρωτότυπα, παραφράζοντας τα τελευταία λόγια που είχα πει το 2010 στην παρουσίαση του δεύτερου και τρίτου βιβλίου της τριλογίας. «Ο Αντώνης Κακαράς έχει ήδη κυκλοφορήσει δυο έργα σημαντικά στον τομέα τους, Το πολεμικό Ναυτικό στη Δικτατορία 1967-1974 και το τρίτομο Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί στη Μεταπολεμική Ελλάδα.Σε συνδυασμό με την τόσο ζωντανή και εξίσου σημαντική, κατά βάση αυτοβιογραφική αλλά και μυθοπλαστική του τριλογία, μπορούμε να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε πλέον τον κύριο ρόλο του. Όχι μηχανικού ή αξιωματικού, αλλά αυτόν που του απένειμαν σχεδόν μισό αιώνα πριν στα καψόνια των πρωτοετών της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων: Ρόλο δραγάτη στα αμπέλια της πιο πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, με αφηγήματα μνήμης, λήθης, άρα και νοσταλγίας μύθων, λόγου και πράξεων, να διώχνει εκείνους που ανέξοδα και από σχετικά ασφαλή πλέον χρονική απόσταση επιχειρούν με τέτοιο πάθος, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, την αναθεώρηση της.»



Σήμερα, κρίσιμη ώρα  για μάχη και για ζωή, αυτό πραγματικά και  ουσιαστικά μας στηρίζει.





Αποχαιρετισμός στον Αντώνη Κακαρά (11.8.2016) Αποχαιρετισμός στον Αντώνη Κακαρά (11.8.2016) Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 5:00:00 π.μ. Rating: 5