ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Παρασκευή, 31.01.2020, Ανδρόγεω Δήμου
Ηρακλείου Κρήτης
της Νάντιας Βαλαβάνη
Είναι κάτι ελάχιστο παραπάνω από ένας χρόνος από τότε
που πρωτοκυκλοφόρησε η δεύτερη ατομική ποιητική συλλογή της Κατερίνας
Θανοπούλου, Άπνοια Μνήμη - και κάτι ελάχιστο παραπάνω από μια τετραετία
απ'
την κυκλοφορία και πρώτη παρουσίαση, στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα
Μερκούρη του Δήμου Αθηναίων, στις 9 Δεκεμβρίου 2015, της πρώτης
ποιητικής συλλογής της, Λαβύρινθος Μνήμη. Μια παρουσίαση αξέχαστη, στην
κυριολεξία με σημαίες και με ταμπούρλα, καθώς πλάι στον Σταμάτη
Κραουνάκη, εκπροσώπους του αναπηρικού κινήματος και μένα, που είχαμε την τιμή
να αναφερθούμε για πρώτη φορά δημόσια
στην ποίηση της Κατερίνας, αποσπάσματα αυτής της ποίησης διαβάστηκαν από
μια ομάδα σημαντικών ελλήνων ηθοποιών κι η παρουσίαση έκλεισε με ερμηνείες
τραγουδιών με συμμετοχή και της Κατερίνας, που με την αφορμή θυμήθηκε έμπρακτα
την εποχή που ακόμα έπαιζε και τραγουδούσε.
Κι
όμως, φαίνεται σαν να έχει περάσει μια αιωνιότητα και μια μέρα μέχρι τη
σημερινή εκδήλωση.
Έχοντας τη δυνατότητα να διαβάσουμε σήμερα τα ποιήματα και των δυο
ποιητικών συλλογών της μαζί, η πρώτη μια επιλογή από τότε που άρχισε να γράφει
ποίηση μέχρι και την καμπή του καλοκαιριού και φθινοπώρου του 2015, η δεύτερη
με ποιήματα της τετραετίας που ακολούθησε, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι μόνο
ο τόσο πυκνός πολιτικά χρόνος που ξεγελάει όλους μας.
Σ’ αυτό το ενδιάμεσο διάστημα η Κατερίνα αποχαιρέτισε το σύντροφο της
ζωής της. Κι έτσι έτσι κι αλλιώς, η Κατερίνα εκείνης της αλέγρας πρώτης
παρουσίασης των ποιημάτων της δεν είναι ακριβώς η ίδια με την Κατερίνα της
δεύτερης ποιητικής της συλλογής – με όλα όσα αυτό συνεπάγεται.
Ωστόσο σήμερα, επιχειρώντας να μιλήσω για την ποίηση της Κατερίνας
Θανοπούλου με εστίαση στην πρώτη ποιητική της συλλογή, με τον παλιό της φίλο
γιατρό που κάθεται δίπλα μας να εστιάζει στη δεύτερη, επιτρέψτε μου να
παραφράσω εισαγωγικά τα λόγια που είχα πει τότε: Σήμερα είναι πράγματι μια
μέρα χαράς, όπως συμβαίνει πάντα όταν κυκλοφορεί μία, πολύ περισσότερο δύο
ποιητικές συλλογές ενός δημιουργού. Ταυτόχρονα πρέπει να ειδωθεί και σαν μέρα
γιορτασμού μιας νίκης: Γιατί νίκη είναι η έκδοση κάθε ποιητικής συλλογής σε μια
εποχή έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολη για την ποίηση, μια εποχή που πρακτικά δεν
εκδίδει ποιήματα.
Είναι μια διπλά δύσκολη εποχή. Για τον ίδιο τον άνθρωπο ως αντικείμενο της
ποίησης: Τον εργαζόμενο, το σκεπτόμενο, τον ερωτευμένο, το μαχόμενο, το νέο
άνθρωπο πολύ περισσότερο. Πολύ δύσκολη ταυτόχρονα για την ποίηση και τους
ποιητές, καθώς απειλεί να καταστρέψει το θεμέλιο κάθε είδους δημιουργικότητας: Την υπόσχεση, που δίνουμε εμείς
οι ίδιοι πριν απ’ όλα στον εαυτό μας, ότι θα υπάρξει αύριο. Κι
ότι αυτό το αύριο, αντίθετα από την ασφυκτική στενότητα του παρόντος, που
πετάει έξω απ’ τη ζωή τη συντριπτική εργαζόμενη πλειοψηφία της κοινωνίας,
θα είναι τόσο ευρύχωρο, ώστε να τη χωράει ολόκληρη - και πριν απ’ όλους, για να
χρησιμοποιήσω τον όρο του Μπρεχτ, θα χωράει τους «δραστήριους δυσαρεστημένους».
Και βέβαια ότι θα χωράει και την τέχνη.
Η Κατερίνα έχει και μια πρόσθετη δυσκολία. Αμφιβάλλω αν είναι σύμφωνη με
τον τρόπο που μας ακούει να «διαβάζουμε» την ποίηση της. Η ίδια μπορεί, όταν
έγραφε, να σκεφτόταν εντελώς αλλιώτικα απ’ ό,τι θα σας πούμε, για
παράδειγμα, ο παλιός της φίλος ή εγώ. Τα έργα τέχνης, όμως, ταξιδεύοντας
απ’ το δημιουργό τους στο κοινό τους αποκτούν μια αυθύπαρκτη ζωή,
ανεξάρτητη από τους γεννήτορες τους. Αυτή είναι μια απώλεια που
βιώνει ο δημιουργός ως τίμημα για τ΄ ότι μοιράζεται κάτι τόσο προσωπικό με τους
άλλους ανθρώπους, καθώς η ποίηση είναι αναμφισβήτητα ο πιο προσωπικός
απ’ όλους τους τρόπους έκφρασης. Απ’ αυτή την άποψη, κάθε
δημιουργός από τη στιγμή έκδοσης της πρώτης του ποιητικής συλλογής έχει ήδη
«εκτεθεί» ανεπανόρθωτα, ανεξάρτητα από το βαθμό εξοικείωσης του με άλλους
τρόπους δημόσιας έκφρασης.
Η Κατερίνα, καθώς δεν έχει ημερομηνίες γραφής κάτω απ’ τα ποιήματα
της, θα υποστεί αναγκαστικά μια μεγαλύτερη ακόμα αυθαιρεσία στον τρόπο που οι
αναγνώστες της θα διαβάσουν ιδιαίτερα την πρώτη συλλογή της: Ενοποιώντας σε
χρονικές κατηγορίες, άρα και σε κοινά συστήματα αναφοράς, δημιουργήματα αυτής
της περίεργης χρονιάς που τα ποιήματα της είδαν για πρώτη φορά το φως της
δημοσιότητας, του 2015, με ποιήματα που μπορεί να γράφτηκαν π.χ. 20 χρόνια
πριν. Όχι τυχαία οι ποιητικές συλλογές δεν έχουν επεξηγηματικές εισαγωγές και
προλόγους: Τα ποιήματα πρέπει ν’ αφεθούν να σου μιλήσουν μόνα τους. Η
λαβυρινθώδης μνήμη πίσω απ’ αυτό το μετέωρο διαρκές παρόν – εξαιρετική
ακουστικά η επιθετικοποίηση του ουσιαστικού στον τίτλο, «Λαβύρινθος μνήμη» –
καθοδηγεί το εγχείρημα της, με καλλιτεχνικά μέσα, αποτύπωσης του.
Παραφράζοντας τον Σαραμάνγκου, που υποστηρίζει ότι η ποίηση είναι το μόνο
μέσο που «μπορεί ν΄ αγγίξει το ανείπωτο, αυτό που δε μπορεί να
εκφραστεί», θα σας πω τη δική μου γνώμη: Η ποίηση είναι η θεμελιακή
χειρονομία στην προσπάθεια ν’ απεικονιστεί καλλιτεχνικά το μη
απεικονίσιμο, αυτό που κυνηγάμε όλη μας τη ζωή κι ανακαλύπτουμε σε βάθος χρόνου
την ιδιότητα του ως ου-τόπος, ως ου-τοπία - με την κλασικότερη έννοια του όρου,
αυτή του πρώτου αναδόχου του, Τόμας Μορ. Δεν υπάρχει έτσι αποτελεσματικότερος
τρόπος μετάδοσης μιας σκέψης ή ενός συναισθήματος που «να μπορεί
να φανεί ωφέλιμο ακόμα και σε ξένους», σύμφωνα με έναν από τους
ορισμούς του Μπρεχτ για το ποιητικό έργο.
Με πεδίο αναφοράς την πρώτη ποιητική συλλογή της Κατερίνας, θ’ αναφερθώ
κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – σε δύο της ποιήματα.
Αυτή την αγωνία και λύτρωση
ταυτόχρονα της δημιουργίας, μια αίσθηση κατασκευής «από το μηδέν» που έχει
ωστόσο ενσωματωμένα αδιαχώριστα θραύσματα της παγκόσμιας πολιτισμικής
κληρονομιάς και των προσωπικών εμπειριών του δημιουργού, η Κατερίνα την έχει
διαισθανθεί από καιρό. Και το κατονομάζει αυτό χωρίς δισταγμούς στους
εναρκτήριους στίχους της με τίτλο «Φαντασιακό δημιουργείν». Σ’ αυτούς αναφέρεται
στον «ταξιδιώτη χωρίς σώμα», δηλ. στο δημιούργημα που δεν έχει ακόμα αποτυπωθεί
στη λευκή σελίδα.
Όλα ήταν άσπρα. /Δεν υπήρχε πάνω, κάτω, τείχη, προβολές.
Όλα άσπρα. / Ήχος κανείς, μυρωδιά καμία
κανένα άγγιγμα / άδειασμα.
Για να σημειώσει όμως σχεδόν αμέσως μετά:
Κάθε σκέψη του ένα γέμισμα / σ’ ένα
παιχνίδι ζωής
σε μια προφανή αναφορά στο παιχνίδι ή στοίχημα που βάζει με τη ζωή η
τέχνη.
Η
πρώτη συλλογή της Κατερίνας Θανοπούλου ξεκινά λοιπόν, όχι τυχαία, με ένα
ποίημα που ασχολείται με την ίδια την ποίηση και γενικότερα τη δημιουργικότητα
ως μήτρα κάθε είδους τέχνης. Ανοίγει μια συζήτηση για τη δημιουργία, το λόγο,
τη σιωπή, την προσωπική και συλλογική έκθεση στο δημόσιο «τη στιγμή του (κατά
βάση σπαρακτικού) αποχωρισμού» από τη σφαίρα του ιδιωτικού.
Αυτή η συζήτηση έχει ωστόσο πίσω της κάποια καθοριστικά προσωπικά μοτίβα, που συνυπάρχουν με καθαρό τρόπο στο εισαγωγικό ποίημα
της. Πριν αναφερθώ, όμως, σ' αυτά,
θα μου επιτρέψετε ν' ανοίξω μια παρένθεση.
Ήδη απ’ αυτή την πρώτη ποιητική της αναφορά, διαπιστώνουμε μια
παράμετρο που διεμβολίζει όλο το ποιητικό σώμα της συλλογής: Μια
οπτικοποίηση σκέψεων και συναισθημάτων, η οποία κυριαρχείται χρωματικά,
λες κι η Κατερίνα εμφανίζει το νευρολογικό σύνδρομο της συναισθησίας.
Και απ’ όλα τα χρώματα, σε συντριπτικό βαθμό είναι το κόκκινο αυτό που
έρχεται να «γεμίσει» κατά προτεραιότητα το πρωταρχικά άσπρο:
Κάθε σκέψη του ένα χρώμα / … Έγινε χρώμα κόκκινο σε στήθος ... / Έγινε
παπαρούνες.
Ή, όπως ήδη ακούσαμε στο «Ενοίκιον έρωτα»:
Ο κήπος πέρα γιομάτος κερασιές
κόκκινο ως εκεί που γεμίζει το μάτι.
Ακόμα και το ροζ, όταν η αναφορά
είναι σαφώς πολιτική, καθορίζεται ως βαθμός ξεθωριάσματος του κόκκινου, για
παράδειγμα στο ποίημα «Συμβιβασμός τον Γενάρη»:
Στόχοι που ξεγελούν / τα χρόνια ζωγραφίζουν
ξεπλυμμένα ροζ τα κόκκινα θυμίζουν.
Αυτό δε σημαίνει ότι όλα έχουν σημείο αναφοράς το κόκκινο:
… Κι έγινε η σκέψη δειλινόχρωμα / δαμάσκηνου απόχρωση
…(η ελπίδα) έγινε χρώμα μπλε του ουρανού / της θάλασσας
...Κι αυτό το μπλε είχε τις αποχρώσεις του παντός.
Για να ξαναγυρίσουμε όμως στα επαναλαμβανόμενα,
ήδη απ' αυτό το πρώτο ποίημα, μοτίβα στην ποίηση της Κατερίνας.
Το πρώτο δε χρειάζεται ιδιαίτερες εξηγήσεις ή αναφορές. Πρόκειται για το
ερωτηματικό που προηγείται σε κάθε μορφή τέχνης που αμφισβητεί:
Η πρώτη σκέψη του μια απορία
/ ένα γιατί.
Το δεύτερο μοτίβο ήδη στο εισαγωγικό ποίημα και στην ποίηση της Κατερίνας, είναι η
έντονη σωματικοποίηση της:
Δεύτερη σκέψη του ήταν: το σώμα μου πού είναι;
Πώς θα μιλήσω, πώς θα νιώσω;
Και έγινε το σώμα και αισθάνθηκε.
Σκέφτεται με ή μάλλον χάρη στο σώμα.
Γι’ αυτό η σκέψη γίνεται εξωτερικό χαρακτηριστικό του σώματος:
… Κι έγινε η σκέψη του ρυτίδα στο κορμί του
Το βάθος αυτής της σωματικοποίησης το συνειδητοποιεί
κανείς μόνο αν θυμηθεί ότι η Κατερίνα είναι καθηγήτρια (μαθηματικός) ειδικής
αγωγής, κάτι πολύ παραπάνω από ένα επάγγελμα – στην πραγματικότητα, ένα
δόσιμο. Γι’ αυτό και η μνήμη συνιστά ιδιότητα του σώματος
κληρονομούμενη και κληροδοτούμενη:
… οι καχεκτικές μνήμες / σκελετοί των γονιδίων μας
Μ' άλλα λόγια, οι μνήμες εγγράφονται
τελικά στο DNA μας. Και βέβαια όταν η σκέψη είναι σωματική, πολύ
περισσότερο σώμα θα είναι ο
έρωτας
…Γελώ με την αγάπη που περνά / μέσ’
απ’ τα σκέλια μου
(«Διάλογος χρόνου»)
Το τρίτο μοτίβο είναι ο θάνατος.
Η τρίτη σκέψη του ήταν ο θάνατος.
Πού πήγαν οι δικοί μου / Κι εγώ πού
πάω.
…ρέει το αναπόφευκτο / και το πεπερασμένο.
Ωστόσο η ποίηση της Θανοπούλου με τίποτα δε συνιστά ένα Viva la Muerte, μια ποίηση για το θάνατο. Αντίθετα είναι μια ποίηση ενός στοχαστικού και
λίγο μελαγχολικού γιορτασμού της ζωής.
Πολύ χαρακτηριστικά και σε αντίστιξη με το τρίτο, το τέταρτο και τελευταίο
μοτίβο στο συγκεκριμένο ποίημα με αντικείμενο τη δημιουργία, είναι η
ελπίδα που βέβαια αποτελεί κινητήρια δύναμη της ζωής.
Εσχάτη σκέψη του η ελπίδα. / Όλα καλύτερα θα
γίνουν είπε.
(Το μπλέ της ελπίδας) ανταριασμένο κι ήρεμο σαν τη ζωή
Έτσι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της ποίημα, με την αποτύπωση των στίχων το
άσπρο έχει αποκτήσει κόκκινο και άλλα χρώματα κι οι πρωταρχικότερες σκέψεις
έχουν βρει έκφραση. Άρα κι ο ταξιδιώτης της εν δυνάμει δημιουργίας δεν είναι
πια ασώματος, ωστόσο η δυσθυμία στην ποίηση της Κατερίνας αντανακλά την
αμφιβολία κάθε δημιουργού για το ιδεατό του κατασκεύασμα:
Τελείωσαν οι σκέψεις. / Ο ταξιδιώτης έμεινε βαρύς
μ’ όλα τριγύρω του τα επίγεια /μόνος στον κόσμο που έφτιαξε μονάχος / στον
ψεύτικο, άραγε, παράδεισό του.
Φυσικά η ποίηση της Κατερίνας εμπεριέχει κι άλλα επαναλαμβανόμενα μοτίβα
πέρα απ’ όσα ορίζουν οι εισαγωγικοί της στίχοι. Αναφέρω μόνο
το σημαντικότερο απ’ αυτά τα άλλα, την έντονη ενσυναίσθηση της χρονικής
αλληλουχίας, την ιστορικοποίηση:
Και να γελώ
Χωρίς το χθες και τ’ αύριο / να σκίζουν το μυαλό μου
(«Οι χοροί των αστεριών»)
Βαθιά, τόσο βαθιά ανάσανα /που πήρα το αύριο με την πνοή
κι απ’ τα ρουθούνια έβγαλα όλο το χθες.
Αλλά και ολόκληρο το ευαίσθητο ποίημα «Διάλογος χρόνου», που περιγράφει την
ανθρωποποίηση της γυναίκας, από το παιδί, τον καινούργιο άνθρωπο που δεν έχει
ακόμα σημασία αν είναι αγόρι ή κορίτσι, το πέρασμα στη συνειδητότητα του φύλου
(γίνεται γυναίκα) - για να καταλήξει στη συνειδητή αποδοχή της ανθρώπινης
κατάστασης της, με τη διαγραφή ενός κύκλου ζωής που τα άκρα του δε συναντούνται
αλλά έχει τη μορφή σπιράλ, μιας ανέλιξης -, παίζει μ’ αυτή την παραδοχή.
Με αυτό το μοτίβο - «Το παρόν στα μάτια μου» - ξεκινάει
και ένα άλλο ποίημα της ποιητικής συλλογής, το δεύτερο στο οποίο θα ήθελα
ν’ αναφερθώ. Ποίημα προφανώς εκείνης της πρόσφατης, σημαδιακής
χρονιάς, όπως το μαρτυρά ήδη ο τίτλος
του: «Πλατεία Κουμουνδούρου».
Στους κόλπους της ποιητικής συλλογής παίζει ουσιαστικά το ρόλο
ενός καμβά, στο πλαίσιο του οποίου τοποθετείται κι ανασυναρμολογείται
το παζλ κι άλλων ποιημάτων, κάποια από τα οποία είναι πιθανόν
παλιότερα από το 2015.
«Το παρόν στα μάτια» ορίζεται αρχικά με μια αναφορά στο εμείς,
που έγινε οι άλλοι – είναι ο πιο εύκολος τρόπος να
περιγράψω ένα τέτοιο πεδίο αναφοράς:
Δεν είναι η γκρίζα κουρτίνα στα παράθυρα
της πολιτικής
ούτε τ΄ αγκυλωμένα πρόσωπα …με θλίψεις
εγωπάθειας
(που) θαρρούν πως ετεροπροσδιορίζονται εξουσιάζοντας.
…Δεν είναι ό,τι πουλούν μασημένο,
δεν είναι ο μικρόκοσμος του φτιασιδώματος, του έχειν,
ούτε η ένταση του προκαλείν
Στο πεδίο αναφοράς της «Οδού
Κουμουνδούρου» ως καμβά τοποθετούνται κι άλλα, μικρότερα ποιήματα
της συλλογής π.χ. το τρίτο απ’ το μικρό κύκλο Μυθολογίας
ή “διόρθωσης παλιών μύθων”, όπως θα τον ονόμαζα αν ήμουνα εγώ η νονά του.
Τίτλος του, «Ερινύων το ανάγνωσμα»:
Ρέουν ανέμελες οι σκέψεις
ζωγραφίζουν το ύστερα
και μαζεύουν κοχύλια το χθες.
Ύαινα σιχαμένη και μικρή
τις ξεσαρκιάζει βίαια το τώρα
…οι συμβιβασμοί …σαν εφιάλτες να ξυπνάνε.
Ή από το ποίημα «Κισμέτ»:
Τι έμεινε;
Όταν θεούς βαφτίζουμε τις άγνοιες
η ειμαρμένη διαφεντεύει.
Ωστόσο ήδη στο «Φωκιανός» η ανησυχία για το τι δει γενέσθαι
εντείνεται κι εμφανίζεται ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο η διασκέδαση του φόβου:
Να μάθω τη μοναξιά μου πρέπει να την ορίζω
πριν την ορίσουν άλλοι...
Στους φόβους μας κρεμόμαστε και στα γραμμάτια των προγόνων.
Από το «Σκιές»:
Σβήστε το φως
Ίσως οι φόβοι / ντραπούν και βγούνε στο σκοτάδι.
Στους φόβους -άλλωστε- αρέσει να κρύβονται.
Από το «Αυτογνωσία»:
Μη φοβάσαι παρά τους φόβους σου.
Τα λάθη να φοβάσαι / κι εκείνους τους ανόητους
που άφησες να νομίσουν / πως στον κόσμο σου ταιριάζουν.
Το μοτίβο της ανοησίας εμφανίζεται και στο
δεύτερο ποίημα του μυθολογικού κύκλου με τίτλο «Ιθάκη»:
Ξύπνιοι οι Οδυσσείς χασκογελούν,
νομίζοντας πως έχουνε νικήσει.
Ή και στο ποίημα «Στις γέφυρες του Παρισιού»:
Ξεκινά η ανάθεση…
Και κείνο το σπαρακτικό, από το ποίημα
«Αμμόλοφοι καλοκαιριού»:
Ψάχνομαι μέσα μου
Ωστόσο η ζωή, αν και θλιμμένη, σπρώχνει σε αποφάσεις:
Η ζωή σε χαρτιά αμάζευτα θλίβεται
σε αποσπάσματα που σιγά σιγά ενώνονται.
(από το ποίημα «Λευτερώσου»)
Οδηγώντας σε νέες καταστάσεις (από το
ποίημα «Παρίσι-Τέξας»):
Μη διστάσεις να πεις / μη φοβηθείς να πράξεις
ο χρόνος αμείλικτος είναι. /Καμιά χαρά δεν ανακουφίζεται
ο χρόνος αμείλικτος είναι. /Καμιά χαρά δεν ανακουφίζεται
αν δεν πορεύεται / σε δρόμους μοιράσματος
…κι οι δρόμοι των συντρόφων ανταμώνουν.
Κι έτσι εμφανίζονται οι «άλλοι που γίναμε εμείς», ελλείψει καλύτερης δικής
μου δυνατότητας περιγραφής. Πίσω στην «Οδό Κουμουνδούρου», με τις λέξεις
της Κατερίνας:
…είναι οι λεύκες που φαίνονται απέναντι
είναι ό,τι επιλέγω να θυμάμαι
… είναι ό,τι μπορώ να επιλέγω να
βλέπω
… κι ό,τι ρουφώ παρατηρώντας
… Το παρόν στο μυαλό μου είναι οι θύμησες
… Δεν είναι πια οι γρατζουνιές των κομματιών μου
ούτε τα ανώφελα γιατί των προσώπων, που ξέρω τις απαντήσεις τους.
…Το παρόν στο μυαλό μου είναι οι αξίες,
που τις ξαναστηρίζω πονώντας
…είναι ό,τι μου επιτρέπεται να διεκδικήσω κι ό,τι παλεύω
…Το παρόν είναι στο χάδι και στο φιλί που θα ρθει.
Το παρόν μέσα μου γεννιέται σαν συμβαίνει... στο αύριο που μέλλεται.
Σύμφωνα με το
ποίημα «Θυσία»:
Κοντός ο δρόμος του αδιέξοδου
όταν με τόλμη δείξουμε τη στροφή στο μονοπάτι!
όταν με τόλμη δείξουμε τη στροφή στο μονοπάτι!
Ενώ σύμφωνα με το «Παρίσι-Τέξας»:
…άλλωστε η α-συνέχεια είναι ο δρόμος μας.
Κι η αμφιβολία να παραμένει στο πίσω μέρος
του μυαλού, όπως από το ποίημα «Λευτερώσου»:
Η παντοτινή απορία / Μήπως πάλι
ξεγελιέσαι...
Και πάντα βέβαια η υπόμνηση,
όπως στο ποίημα «Στον φίλο της Καισαριανής»:
Δεν
θα μπει άνοιξη ποτέ / αν δεν την κουβαλάτε!
Το βάρος μια μνήμης-λαβυρίνθου - στην ουσία το βάρος της ιστορίας, της
πραγματωμένης πίσω μας και της ρευστής ακόμα μπρος μας - διεμβολίζει το ποιητικό
σώμα της συλλογής.
Ωστόσο, συνυπάρχει με ποιήματα εξαιρετικά προσωπικά, ερωτικά – μέχρι
και ανάλαφρα. Επιτρέψτε μου ν’ αναφερθώ σε δυο στίχους, πραγματικά
εξαιρετικούς, από το ποίημα «Συμφωνία σε σολ(ο)»:
…αγάπησα,
αγαπώ, με αγαπούν
δεν είμαι μόνη!
δεν είμαι μόνη!
Απ’
το σύμπαν των προσώπων που την αγάπησαν και την αγαπούν λείπει πλέον ένα
πρόσωπο πολύ ακριβό της. Ωστόσο η πραγματική αγάπη, όπως κι η ιστορία, είναι
οιονεί παρούσα.Και σίγουρα, κάποιοι την αγαπούν έτσι κι αλλιώς.
Σίγουρα, η Κατερίνα δεν
είναι μόνη.
..............................
Για κάθε ποιητή η έκδοση
της δεύτερης ποιητικής συλλογής του σημαίνει την ανάδυση από μια βασανιστική
εφηβεία σε μια όχι λιγότερο βασανιστική ενηλικίωση. Επιτρέψτε μου να κλείσω με
μια επιγραμματική αναφορά σ' αυτή την
ενηλικίωση.
Δεν
πρέπει να μας παραξενεύει που κεντρική στον τίτλο και στο περιεχόμενο και της
δεύτερης ποιητικής συλλογής της Κατερίνας Θανοπούλου παραμένει η έννοια της
μνήμης – με τα λόγια της ίδιας, μιας μνήμης που «ρίχνει γροθιά».
Η, επιλεκτική για
όλους μας, μνήμη συνιστά ό,τι είμαστε, με μια έννοια την
ίδια την ταυτότητα μας. Συμπεριλαμβάνει έτσι όχι μόνο τη συναίσθηση που
έχουμε για τον ίδιο τον εαυτό μας και τις κοινωνικές μας σχέσεις, αλλά και την
παρουσία όλων των αγαπημένων που φύγανε - συντρόφων, οικογένειας, φίλων: Όσο
τους θυμόμαστε, με τον τρόπο που τους θυμόμαστε, εξακολουθούν να υπάρχουν.
Φεύγουν ολοκληρωτικά κι οριστικά όταν πεθάνει ο τελευταίος που τους γνώριζε.
Όταν δεν είναι πια κανείς σε θέση να συνεχίσει να κάνει αυτό που περιγράφεις
ως: «Το μυαλό να σφουγγαρίσω για να θυμηθεί.» Τότε μένουν ακόμα στον
κόσμο μόνο «θραύσματα» από την παρουσία τους για όσο καιρό κι αυτά έχουν κάποιο
λόγο ύπαρξης σε αναζήτηση ή υπόμνηση της «αθανασίας»- θα έλεγα με τον
απελπισμένο τρόπο που την τραγουδάμε ακόμα με τους στίχους του Γκάτσου και τη
μουσική του Χατζηδάκι.
Ή, με τα δικά σου λόγια:
«Μεγαλοπρεπείς οι κούροι με μειδίαμα. Οι ζωντανοί στερούνται την αθανασία.»
Και
τι πιο χαρακτηριστικά τέτοια «θραύσματα» - για όσο μένουν, καθώς κι αυτοί
είναι επίσης, σύμφωνα με τίτλο, «περαστικοί περνώντας» - από κάποιους στίχους;
Η πρώτη ποιητική συλλογή
της Κατερίνας παρέπεμπε σε μια χαοτική μνήμη, τέτοια όπως διαμορφώνεται μέσα
από τη μακρόχρονη πορεία μιας νεώτερης Κατερίνας, που διακόπτεται μετά από
χρόνια και πάλι από μια έκρηξη βεβαιοτήτων κι αμφιβολιών μετά από ένα από τα
πολύ μεγάλα σοκ της ζωή μας, όπως υπήρξε το καλοκαίρι του 2015, τις συνέπειες
του οποίου βιώνουμε σήμερα και θα βιώνουμε για πολλά χρόνια ακόμα. Έχω ήδη πει
ότι η Κατερίνα της πρώτης ποιητικής συλλογής δεν είναι η ίδια με την Κατερίνα
της δεύτερης. Τώρα μπορώ αυτό να το πω πλέον και για την ίδια την ποίηση της.
Κεντρικό ρόλο σε αυτά τα
τελευταία ποιήματα μιας τετραετούς μνήμης που δεν μπορεί ν’ ανασάνει,
παίζει η απώλεια.
Βεβαίως, η απώλεια του
αγαπημένου. Όπου αν κι η μνήμη στην ποίηση της δεύτερης ποιητικής συλλογής
είναι μουσικά κυρίως δυτικότροπη, συνδμένη κυριαρχικά με «ένα άφοβο μπλουζ»,
«το μπλουζ της μνήμης», τα «Μemory Blues», «ονείρατα
κόσμων φευγάτων», καθώς «όταν φιλάς, σταματάει ο χρόνος»,
συμπλέκεται ταυτόχρονα με μια κεντρική
ανατολίτικη αναγωγή στον Μαγιακόβσκι: «Στα ζεϊμπέκικα που χόρεψες σε
θυμάμαι/ στο σπλάχνο που έθρεψες/ σε όσα έδωσες/ ΑΡΧΟΝΤΑΣ/ Η ζωή στένεψε/ το
σύννεφο με παντελόνια.»
Αλλά σ’ αυτή τη
μνήμη που αγωνίζεται μέσα στην άπνοια συμπεριλαμβάνεται επίσης η απώλεια
ενός μέρους απ’ αυτά που πίστευες και ήσουν. Όπως γράφεις για τους
παλιούς συντρόφους μας: «Οι ζωές μας αγάπες συστημικές/ κρύφτηκαν σε
ορόφους/ γιγάντιας ανάπτυξης/ και πέθαναν/ γιατί ξέχασαν να τραγουδούν
στ’ αστέρια». Και για όλους μας: «Οι πληγές δημιουργούν
ανασφάλεια»… «στην αβάσταχτη ελαφρότητα της επιβίωσης».
Σε τέτοιες περιπτώσεις η
ποίηση δε φωνάζει, δεν προχωράει με σημαίες και με ταμπούρλα, είναι μια
αθόρυβη, μια χαμηλόφωνη ποίηση: Συμπλέκεται με απαιτήσεις αναστοχασμού. Όπως
γράφει η Κατερίνα: «Οι καιροί συνοδεύουν τις ανάγκες/ μα κι αυτές κοπιάζεις
να τις καταλάβεις», καθώς «σκλήρυνε το μυαλό με τη μνήμη», που
γίνεται κάτι σαν τη «Μάνη»: «πέτρα», «σώμα», «ρυτίδα»,
«χαρακιά». Γι’ αυτό στη δεύτερη ποιητική συλλογή, με τα λόγια των
στίχων της Κατερίνας, είναι «ήρεμη» «η επίγνωση της μνήμης»,
«ο χρόνος κι η ανάγκη ψιθυρίζουν/ καθώς έρχονται/ σιωπηροί μάρτυρες μιας
επώδυνης επώασης.»
Ωστόσο παρ’ ότι, όπως
γράφει η Κατερίνα, «ίσως είναι ο καιρός της ηχηρής σιωπής», η ίδια
μιλάει. Ενώ θυμάται «οσμές… σώματος ζώντος και φέροντος/ Μυρίζει… η αγάπη»,
έχει επίγνωση ότι προχωρούμε – κι η ίδια
προσωπικά – «σε δρόμους αχάρακτους».
Σύμφωνα και με το ποίημα
της «Οι ταξιδιώτες», «Ένας-ένας ξεπεζεύουν οι γητευτές/ Υπόσχονται
χίμαιρες ξανά, πετώντας ψωμί και νέα/ Μια μέρα μακριά η Γνώση/ περιμένει/ το
ξεπέρασμα της ματαιότητας και του φόβου/ Μονάχα οι ταξιδιώτες ακολουθούν
βλέποντας τ’ αδιέξοδα/ Άλματα κάνουν για να βγουν μπροστά/ αλλιώς
γνωρίζουν πως είναι χαμένοι».
Η
ποίηση της Κατερίνας Θανοπούλου προσιδιάζει σ΄ ένα σημαντικό κριτήριο που έθεσε
ο Μαξ Φρις για τον προσδιορισμό της «αληθινής ποίησης»:
«Παραμένει
ποίημα, ακόμα κι αν το διαβάσω μέσα σε μια κουζίνα. Χωρίς κεριά, χωρίς
κουαρτέτο εγχόρδων και λουλούδια. Έχει κάτι να μου πει.»
Ναι, σίγουρα έχει κάτι
να μας πει, καθώς η μνήμη που ορίζει την Κατερίνα κι ορίζεται
απ’ αυτή με καλλιτεχνικό τρόπο, παρά την άπνοια, παίρνει ανάσες. Κι
όχι μόνο επειδή υπάρχει το καταφύγιο της δημιουργίας, εκεί που «οι τρελοί
δημιουργούν/ βογκώντας στον στίχο/ κάνοντας τον τραγούδι», όπως γράφεις στο
δικό σου «Duende» (παρά το αρχικό γράμμα, προφανώς
αφιερωμένο στο Duende του
Λόρκα και του Κραουνάκη). Αλλά, πριν απ’ όλα, καθώς «όσα θυμάσαι/ όσα
ξεχνάς/ στις τσέπες μένουν/ ώσπου το χέρι βαθιά να λουφάξει/ και να τα
ξετρυπώσει αλήτικα».
Καιρός
να τα ξετρυπώσουμε, αλήτικα ή όχι, μέσα απ’ τις τσέπες όλοι μας, όπως επιχειρεί
η Κατερίνα.
31.01.2010 Ομιλία της Ν.Βαλαβάνη στο Ηράκλειο για την ποίηση της Κατερίνας Θανοπούλου
Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη
on
7:30:00 π.μ.
Rating: