15.10.2022 H Ν. Βαλαβάνη παρουσιάζει τη συλλογική έκδοση ιστορικού διηγήματος μ' ευθύνη του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης "...ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ"

Σχετικά με τη συλλογική έκδοση

ιστορικών διηγημάτων

«...ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»


       της Νάντιας Βαλαβάνη


                                          Βιβλιοπωλείο Ιανός,Σάββατο 15.10.2022


 




Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Φιλολογικό Όμιλο Θεσσαλονίκης για την τιμή που μου έκανε ζητώντας μου να παρουσιάσω το βιβλίο τους «...κάποτε στην Ελλάδα». Για μένα ήταν ταυτόχρονα τιμή και πρόκληση: Η παρουσίαση ενός τόμου διηγημάτων είναι γενικά μια υπόθεση πολύ πιο περίπλοκη από αυτή μιας νουβέλας ή ενός μυθιστορήματος, πολύ περισσότερο όμως αυτό ισχύει όταν πρόκειται για συλλογικό τόμο 17 σύντομων ιστοριών, όπου κάθε διήγημα κουβαλάει μαζί του τη μοναδική ματιά θέασης και το διαφορετικό φορτίο εμπειρίας και κοινωνικοπολιτικής άποψης του ή της συγγραφέως του. Κι ο βαθμός δυσκολίας βεβαίως αυξάνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή επιπλέον πρόκειται για ιστορικά διηγήματα, με την υπόθεση τους να εκτυλίσσεται περίπου ένα αιώνα πριν, κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα του 20ου αιώνα.


Φανταστείται τώρα τι είχαν ν’  αντιμετωπίσουν όσοι έθεσαν ένα τέτοιο συγγραφικό καθήκον στον εαυτό τους. Υποθέτω ότι είναι όλοι μέλη του ΦΟΘ, όπως μετονομάστηκε μέσα στην πανδημία η Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης. Είναι νέοι άνθρωποι που, σύμφωνα με τ’ οπισθόφυλλο του βιβλίου, επιδιώκουν να «κατασκευάσουν» μια νέα λογοτεχνική σχολή μ’  επίκεντρο τη ρεαλιστική απεικόνιση του λόγου και των εικόνων του. Πιστεύω ότι μια τέτοια αισθητική  αντίληψη είναι κρίσιμης σημασίας για την ελληνική λογοτεχνία σήμερα και τους εύχομαι ολόψυχα να τα καταφέρουν.


Το διήγημα χρειάζεται από τη φύση του – πρόκειται για μια σύντομη ιστορία –να είναι επίσης περισσότερο ακριβές και άμεσο απ’  ό,τι ένα μυθιστόρημα. Η συγγραφή ενός ιστορικού διηγήματος περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από τ’  ότι απαιτεί να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στην ιστορική έρευνα και στη δημιουργικότητα. Ο Χεμινγκγουέϊ, μάστορας στη συγγραφή διηγημάτων, συνέκρινε το ιστορικό διήγημα μ’ ένα παγόβουνο: Το 90% του όγκου του δεν είναι ορατό, βρίσκεται κάτω απ’  το νερό. Το διήγημα απηχεί μόλις το 10% της συστηματικής έρευνας που απαιτείται – ωστόσο χωρίς το αόρατο 90% δεν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε η ορατή κορυφή του παγόβουνου ούτε το ίδιο το διήγημα.


Η ισορροπία αυτή δεν βρίσκεται εύκολα, καθώς η ιστορική έρευνα που απαιτείται αποτελεί μεγάλη πηγή χαράς και ικανοποίησης: Για όσα δεν ξέρουμε και μαθαίνουμε για πρώτη φορά ή – αν δουλεύουμε με κατά βάση αδημοσίευτο πρωτογενές αρχειακό υλικό – για όσα σχεδόν κανείς δεν ξέρει και μαθαίνουμε εμείς για πρώτη φορά. Από κει μέχρι την αναπαραγωγή των αποτελεσμάτων της σε μορφή όχι δοκίμιου, αλλά λογοτεχνικού έργου, απαιτείται επίσης ένα σοβαρό επίπεδο αφηγηματικής δεξιοτεχνίας προκειμένου να μην πνίξει η έρευνα την αφήγηση: Είτε πρόκειται για ήρωες-ιστορικά πρόσωπα, που ξαναγεννιούνται στο χαρτί αποκτώντας μια νέα ζωή ή για καθαρά μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, που «βιώνουν» με βάση το φαντασιακό του συγγραφέα τα ιστορικά γεγονότα. Οι χαρακτήρες ενός ιστορικού διηγήματος μπορεί ν’  ανήκουν αποκλειστικά στην πρώτη ή στη δεύτερη  κατηγορία – ή, όπως συμβαίνει συχνότερα, να συνιστούν μίξη των δύο κατηγοριών. Σε όλες τις περιπτώσεις, ωστόσο, δεν παύουν να αποτελούν «χαρακτήρες», δηλ. κατασκευές γραφής: Με αυτή την έννοια, ακόμα και αν χειρίζεται ο συγγραφέας αποκλειστικά ιστορικά πρόσωπα στο φόντο μιας ιστορικής περιόδου, η ιστορία που αφηγείται συνιστά μια μοναδική, δική του εκδοχή.


Η αναπαραγωγή, επίσης, μιας εποχής δεν είναι εύκολη υπόθεση: Όχι τόσο ώς προς τη μεγάλη εικόνα, τα ιστορικά γεγονότα, καθώς γι’  αυτήν ανατρέχουμε στις δευτερογενείς πηγές, την ιστορική βιβλιογραφία της συγκεκριμένης περιόδου, και  στ’ αρχεία. Η δυσκολία έγκειται περισσότερο στην ενσωμάτωση της λεπτομέρειας, των μικρών εικόνων, της λεγόμενης «καθημερινής ζωής», για την οποία χρησιμότερες πηγές αποτελούν οι εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής, τα ντοκιμαντέρ και φιλμ της περιόδου (αν αφορά εποχή μετά την εφεύρεση της φωτογραφίας και της κινηματογραφικής μηχανής) και, βέβαια, η σύγχρονη (με την όποια εποχή) λογοτεχνία. Το πιο δύσκολο όμως είναι η «κατασκευή» των χαρακτήρων, είτε πρόκειται για ιστορικά πρόσωπα - οπότε δεσμευόμαστε από τα βιογραφικά τους στοιχεία – είτε για μυθοπλασία: Η σωστή περιγραφή των ρούχων τους είναι το λιγότερο. Κυρίως χρειάζεται σωστή απάντηση σε ερωτήματα όπως πως σκέφτονταν τότε οι άνθρωποι – ανάλογα με την εθνικότητα και την κοινωνικοταξική τους θέση και συνείδηση και βέβαια το γνωσιολογικό τους επίπεδο – και, προπαντός, ανάλογα με όλα αυτά και στο πλαίσιο των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων, πως δρούσαν. Άντρες και γυναίκες, αστοί και προλετάριοι, αγρότες και λούμπεν στοιχεία. Και, βέβαια, ανάλογα με όλα αυτά, τι γλώσσα μιλούσαν. Οι πηγές ειδικότερα για τη γλώσσα βρίσκονται περισσότερο στις επιστολές που αντάλασσαν μεταξύ τους μέχρι το τέλος ακόμα του 20ου αιώνα και προπαντός στα διασωζόμενα προσωπικά ημερολόγια κάθε περιόδου.


Αν αυτές είναι οι απαιτήσεις δουλειάς για να πάρει σάρκα και οστά ένα ιστορικό διήγημα, τα 17 διηγήματα του παρόντος τόμου, άλλα με τις σημαίες ν’  ανεμίζουν και άλλα πιο συγκρατημένα, μοιράζονται το ίδιο χαρακτηριστικό - περνούν όλα το βασικό τεστ τέχνης και ιστορίας, απαραίτητο για κάθε ρεαλιστικό ιστορικό αφήγημα: Στο πλαίσιο της μυθοπλασίας που αναδείχνει το δοσμένο κάθε φορά τοπικά και χρονικά πλαίσιο, οι προσωπικότητες των κεντρικών «χαρακτήρων» στη διήγηση διαμορφώνονται – ή κι αλλάζουν ριζικότερα – μέσα απ’  τη δοκιμασία των ιστορικών γεγονότων που υφίστανται. Στο τέλος του διηγήματος δεν είναι πια οι ίδιοι με την αρχήκαι δεν είναι η ίδια ούτε η πόλη τους ούτε η τάξη τους ούτε η Ελλάδα.


Αντιμέτωπη με την παρουσίασης για πρώτη φορά ενός συλλογικού τόμου ιστορικών διηγημάτων, αποφάσισα να τα προσεγγίσω κυρίως στη βάση μιας στατιστικής ανάλυσης των επιλογών των συγγραφέων από ιστορική, πολιτική, κοινωνικοταξική, γεωγραφική κ.α. απόψεις.


Κατάληξα έτσι στα εξής: 


-      Πρώτο, από την άποψη της ευρύτερης ιστορικής περιόδου (1900-1930), στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (1901-1910) αναφέρονται 5 από τα διηγήματα, στη δεύτερη δεκαετία (1911-1920) 3 και στην τρίτη δεκαετία (1921-1931) τα περισσότερα, τα υπόλοιπα 9. Είναι ολοφάνερο ότι αποφεύγεται – μάλλον ως η πλέον αμφιλεγόμενη – η ενδιάμεση δεκαετία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (τότε ακόμα ονομαζόταν «ο Μεγάλος Πόλεμος) με εξαιρετικό ενδιαφέρον από ιστορική άποψη: Για την Ελλάδα ξεκίνησε με το μεταναστευτικό κύμα προς Αμερική και τη δεκαετή στράτευση σε τρεις διαδοχικούς πολέμους (ο τελευταίος από τους οποίους θα κατέληγε αρχές της επόμενης δεκαετίας στη Μικρασιατική Καταστροφή) με αποτέλεσμα την ερήμωση της ζωής και της οικονομίας κυρίως της υπαίθρου από άνδρες. Τα μεσαία χρόνια της σημαδεύτηκαν από τον λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό» μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, βενιζελικών και βασιλοφρόνων στον απόηχο της διαπάλης για την ξένη εξάρτηση και στοίχιση της Ελλάδας με βάση το δίλημμα «Αντάντ ή Τριπλή Συμμαχία». Και κατέληξε διαμορφώνοντας για πρώτη φορά οργανωτικά ένα τρίτο πόλο εξελίξεων, το εργατικό κίνημα στα πρώτα του πανελλαδικά συγκροτημένα βήματα, με την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, που λίγο αργότερα θα μετονομαστεί σε ΚΚΕ. Αλλά και με τη συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος της Ελλάδας στην καταστροφική Ουκρανική εκστρατεία ενάντια στη νεαρή Σοβιετική Ρωσία.


-      Δεύτερο, γεωγραφικά, αν και η πλειοψηφία είναι Θεσσαλονικείς, οι περισσότεροι συγγραφείς, 11 τον αριθμό, τοποθετούν την ιστορία τους στην Αθήνα. 2 την τοποθετούν στη Σμύρνη και από ένας ή μία στη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, τη Λέσβο και τη Χίο.


-      Τρίτον, από την άποψη της μεγάλης εικόνας, 6 από τα διηγήματα έχουν σημείο αναφοράς τ’ αποτελέσματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας - και  τα 2 απ’  αυτά διαδραματίζονται στη Σμύρνη:


Tο ένα αναφέρεται στο πανηγυρικό καλωσόρισμα του Ελληνικού Στρατού στις 16 Μαϊου 1919 μέσα απ’  τα μάτια μιας Μιλανέζας αστής που πάσχει από «ανηδονία» (δε μπορεί να χαρεί τη χαρά της ζωής) και μιλά όπως η «Μαντάμ Σουσού» του Ψαθά όταν βρέθηκε από τον Μπίθουλα στο Κολωνάκι («εσύ πτωχέ στρατιώτη...»): Αδιαφορώντας για τα κοσμοϊστορικά γεγονότα γύρω της, αλλά λαχταρώντας να γνωρίσει τους «ενδιαφέροντες» μεταξύ των Ελλήνων, παγιδεύεται μέσα στη λαοθάλασσα στις αποβάθρες επειδή επιθυμούσε να συναντήσει κατ’  ίδία τον Στεργιάδη, που έρχεται μαζί με τον στρατό για να εγκατασταθεί ως Έλληνας Ύπατος Αρμοστής στην πόλη. [Πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που τρία χρόνια αργότερα, όταν ο πρώην Νομάρχης Λέσβου Γεώργιος Παπανδρέου του συστήνει να ενημερώσει εγκαίρως τους Έλληνες της Σμύρνης να φύγουν για να σωθούν, του απαντά: «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα, θ’  ανατρέψουν τα πάντα»] (του Γιώργου Ορφανίδη).


Το άλλο διήγημα, που κλείνει τη συλλογική έκδοση, αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά και τη σφαγή (Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1922) 50.000 Ελλήνων και Αρμενίων μέσα απ’ τα μάτια ενός παιδιού, που περιπλανιέται με τη μάνα του στην καιόμενη πόλη αναζητώντας τον πατέρα του, ήδη σφαγμένο,  για να επιβιβαστούν μετά από πολλές περιπέτειες στα καράβια και να βρεθούν τελικά, μετά κι από άλλες περιπέτειες – καθώς στη Μητιλήνη κάποιοι πετροβολούν τους  πρόσφυγες που κατεβαίνουν – πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη (του Δημήτρη Καραγεωργίου).


Ο ξεριζωμός και οι τραυματικές εμπειρίες στην προσπάθεια για μια καινούργια αρχή στην Ελλάδα ή το μίσος για το προσφυγικό στοιχείο τμημάτων των Ελλήνων στο ευρύτερο πολιτικό φόντο της δεκαετίας του ΄20, απασχολούν τα υπόλοιπα 4 διηγήματα με αναφορές στον Μικρασιατικό Ελληνισμό.


-      Τέταρτο, από την άποψη της κυρίαρχης πολιτικής εικόνας της χώρας, το πρώτο διήγημα του τόμου αναφέρεται στην ανώμαλη περίοδο διαδοχικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων, κυρίως του «Μαύρου Καβαλλάρη», του Πλαστήρα, και αποτυχημένων αντιπραξικοπημάτων για την αποκατάσταση της Βασιλείας, που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή για να καταλήξει στη δικτατορία του Πάγκαλου - εγκαινιάζοντας το ρόλο του στρατού ως αυτόνομου παράγοντα της πολιτικής ζωής, που συνεχίστηκε αδιάλλειπτα μέχρι και το 1974.


Από ένα διήγημα αναφέρονται στην Πρωθυπουργία Διληγιάννη, Στυλιανού Γονατά και Κονδύλη, ενώ πάνω απ’  το ένα τρίτο των διηγημάτων, 6 συνολικά, αφορούν διάφορες περιόδους διακυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου, τα περισσότερα ωστόσο απ’  αυτά αναφέρονται στην τελευταία περίοδο διαδοχικής επανεκλογής του.


-      Πέμπτο, μόλις σε 3 διηγήματα (και στα δύο, αυτά που αφορούν το γλωσικό, όχι σε κεντρικό ρόλο), γίνεται αναφορά στο Παλάτι – όλα κατά την τελευταία δεκαετία της 50χρονης βασιλείας του Γεωργίου του Α΄. Οι Πρίγκηπες Ανδρέας και Νικόλαος αναφέρονται σε 1 από τα 3 διηγήματα, ενώ το όνομα του Κωνσταντίνου εμφανίζεται εντελώς ακροθιγώς στα 2. Ας θυμηθούμε ωστόσο ότι το Παλάτι, ιδιαίτερα μέχρι τη δολοφονία του Γεωργίου του Α΄, δέσποζε στην πολιτική ζωή της χώρας, γι’  αυτό και όχι τυχαία στα διηγήματα που αναφέρονται στην περίοδο μέχρι το 1913 σπάνια γίνεται αναφορά σε όνομα Πρωθυπουργού.

-      Έκτο, σε 9 από τα διηγήματα γίνονται αναφορές στις άθλιες συνθήκες ζωής της εργατικής τάξεις και σε κινητοποιήσεις, είτε ως κεντρικό στοιχείο ή στο φόντο της αφηγούμενης ιστορίας: Στα 7 πρόκειται για εργατικές κινητοποιήσεις, στα 2 γίνεται αναφορά στις αντιδραστικές διαδηλώσεις ενάντια στη δημοτική γλώσσα (στα λεγόμενα «Ευαγγελικά» και «Ορεστειακά») με πρωταγωνιστές τους συντηρητικούς – γλωσσικά και πολιτικά - φοιτητές του γλωσσαμύντορα της καθαρεύουσας καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Μιστριώτη, που θεωρείται ταυτόχρονα ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους του Διαφωτισμού στην Ελλάδα (των Ελένη Σακκά και Σταύρου Παπαγιάννη - με βάση τη σειρά εμφάνισης στη συλλογική έκδοση).


Σε όλες τις κινητοποιήσεις, εργατικές και γλωσσαμυντορικές, περιγράφεται η ευκολία με την οποία καλείται ο στρατός να συνδράμει την αστυνομία στην «τήρηση της τάξεως» και να πυροβολήσει άοπλους πολίτες, εργάτες και φοιτητές,  αφήνοντας στο έδαφος, κάθε φορά, αδικαίωτους νεκρούς και τραυματίες.


-      ‘Εβδομο, σε 3 απ’ τα διηγήματα που εκτυλίσσονται στο φόντο  εργατικών κινητοποιήσεων υπάρχουν αναφορές στο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ και στο Βενιζελικό αντικομμουνιστικό ιδιώνυμο, ενώ σε άλλο ένα διήγημα στον «Ριζοσπάστη».


-      Όγδοο, σε 2 από τα διηγήματα γίνεται αναφορά στους αναρχικούς ομίλους στο Βόλο και στα Εξάρχεια και γενικότερα, με θραυσματικλό τρόπο, στο αναρχικό κίνημα προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Ανάμεσα τους, το εξαιρετικά ενδιαφέρον διήγημα για τη σύλληψη ενός πρότζεκτ για το χτίσιμο μιας αναρχικής «πολιτείας μέσα στην πολιτεία», για το ουτοπικό εργατικό κοινόβιο στον Βόλο (του Ευστράτιου Τζαλαμπάτη).


-      Έννατο, ως προς την κοινωνικοταξική θέση των κεντρικών  χαρακτήρων των 17 διηγημάτων, όπως είναι φυσικό στα περισσότερα, στα 7 είναι αστοί και αστές (μέχρι και μεγαλοαστοί), σε 1 μικροαστοί, σε 4 εργάτες και σε άλλα 4 λούμπεν στοιχεία (οι 2 εργατικής προέλευσης και οι άλλοι 2 αστικής).


-      Δέκατο, 2 από τα διηγήματα αναφέρονται σε δυο διάσημες κάποτε, πλην ξεχασμένες σήμερα, πολιτικές δολοφονίες. Και οι δυο δολοφόνοι περιγράφονται ως λούμπεν:


O Αλέξανδρος Σχινάς, που δολοφόνησε τον Γεώργιο τον Α΄ στη Θεσσαλονίκη παραμονές του Α’ΠΠ, το 1913, ως ένας εξαθλιωμένος αναρχικός, πρώην φοιτητής της Ιατρικής (της Αφροδίτης Διαμαντοπούλου).


Και ο Αντώνης Γερακάρης ή Κωσταγερακάρης, που δολοφόνησε τον Πρωθυπουργό  Δηλλιγιάννη το 1905, ως εξαρτημένος απ’  τον τζόγο χαρτοπαίκτης, που εκτελεί τον μεγάλο πολιτικό αντίπαλο του Χαρίλαου Τρικούπη στο πλαίσιο του δικομματισμού θεωρώντας τον υπεύθυνο για την απαγόρευση των χαρτοπαικτικών λεσχών (της Μαρίας Μπουρμά).


Η δεύτερη περίπτωση είναι λιγότερο αμφισβητούμενη, αντίθετα με την πρώτη: Μετά από πολύωρη επίσκεψη της Βασίλισσας Όλγας στο κελλί του δολοφόνου του συζύγου της και κατ’  ιδίαν συζήτηση μαζί του, για την οποία δεν δηλώθηκε ποτέ δημόσια οτιδήποτε, ο Σχινάς «αυτοκτονεί» πέφτοντας από ανοιχτό παράθυρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης κατά τη μεταγωγή του, ενώ ο φάκελος με την απολογία του και όλα τα έγγραφα της ανάκρισης θα καούν εξ ολοκλήρου κατά τη μεταφορά τους με πλοίο στην Αθήνα σε πυρκαγιά που ξέσπασε καίγοντας μόνο τη συγκεκριμένη καμπίνα(!). Απέναντι στην επίσημη εκδοχή ότι ο Σχινάς σκότωσε τον Γεώργιο τον Α’ επειδή του είχε αρνηθεί την οικονομική βοήθεια που του ζήτησε πολλά χρόνια πριν προκειμένου να μην εγκαταλείψει τις σπουδές του στην Ιατρική, ήδη από τότε είχε αρχίσει να κυκλοφορεί η ανεπίσημη εκδοχή ότι πίσω από τη δολοφονία βρίσκονταν οι Γερμανικές Μυστικές Υπηρεσίες - προκειμένου ν’  ανεβεί στο θρόνο ο τότε ακόμα Διάδοχος Κωνσταντίνος.


Ενδέκατο και τελευταίο, ως πιθανή ιστορική αφορμή για 2 ακόμη διηγήματα θα ήθελα να θεωρήσω την ύπαρξη του ποιήματος εποχής, που μπαίνει ως προμετωπίδα για το καθένα. Πρόκειται κατ’  αρχήν για το ποίημα του Καρυωτάκη «Η πεδιάς και το νεκροταφείον», όπου καταγράφεται η «επίσημος αγχόνη του Παγκάλου», και υπάρχει ως προμετωπίδα στο ομώνυμο διήγημα, που ανοίγει τον τόμο.  Ο Γιάννης Σαραντάκος αναφερόμενος σε κείμενο του στο ποίημα υπογραμμίζει ότι η εκτέλεση δεν αναφέρεται πουθενά, όμως το περιγραφόμενο τοπίο με τις αγχόνες αποπνέει την παγωνιά του θανάτου. Στο διήγημα «Η αγχόνη του Παγκάλου» επίσης δεν περιγράφεται η μοναδική εκτέλεση που έγινε - ενός ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας και ενός του στρατού – εφαρμόζοντας για μια και μοναδική φορά τον νέο τότε δρακόντειο νόμο του 1925 περί διαφθοράς που προέβλεπε θανατική ποινή για κατάχρηση δημοσίου χρήματος: Παρακολουθώντας από την αρχή την εξέλιξη της ιστορίας μέσα απ’ τα μάτια ενός ερωτευμένου φοιτητή, που καταλήγει ανάμεσα στους θεατές της δημόσιας εκτέλεσης, την τελευταία στιγμή τη «χάνουμε» κι εμείς, καθώς ο φοιτητής ανακαλύπτει πίσω του μέσα στο πλήθος – και προσπαθεί να πλησιάσει γυρίζοντας την πλάτη στις αγχόνες - την κοπέλα που είχε συλληφθεί για αντίσταση κατά της αρχής όταν αστυνομικός επιχείρησε να μετρήσει το ύψος της φούστας της κι εκείνος, αυτόπτης μάρτυρας, είχε διασώσει στο δικαστήριο.


Παρεπιπτόντως, λιγότερο γνωστό είναι ότι η περίφημη μέτρηση από αστυνομικούς της φούστας των γυναικών, που δια νόμου δε θα έπρεπε ν΄απέχει περισσότερο από 30 εκ. από το έδαφος, δεν οφείλεται - όπως διασώζεται μέχρι τις μέρες μας - στις «παραξενιές» του Παγκάλου. Αντίθετα, απηχεί ανάλογου χαρακτήρα συντηρητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες σε παγκόσμιο επίπεδο, που κατέληγαν στον εξευτελισμό των γυναικών και το αυταρχικό κρατικό πατρονάρισμα των «χρηστών ηθών». Για παράδειγμα, ήδη από το 1917 στις ΗΠΑ στο όνομα της καταπολέμησης της διάδοσης των αφροδισίων νοσημάτων από γυναίκες που δεν ήταν πόρνες σε συνθήκες πολέμου, όπου από πρόβλημα δημόσιας υγείας θεωρούνταν πλέον πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, είχε καθιερωθεί νομοθεσία που προέβλεπε την προληπτική σύλληψη, υποχρεωτική ιατρική εξέταση και φυλάκιση, σε περίπτωση που βρισκόταν «θετική», οποιασδήποτε γυναίκας φαινόταν «ύποπτη» στα μάτια της αστυνομίας - με αποτέλεσμα μες στα επόμενα χρόνια να υπάρξουν συλλήψεις χιλιάδων γυναικών, «υπόπτων» κυρίως λόγω του ότι μέρα μεσημέρι κυκλοφορούσαν ασυνόδευτες στο δρόμο ή κάθονταν μόνες τους σε ταβέρνες και καφενεία. Χαρακτηριστικότερο ακόμα είναι ότι αυτή η νομοθετική πρόβλεψη, αν και ανενεργή, εξακολουθεί να επιβιώνει σήμερα στο δίκαιο των περισσότερων Πολιτειών στις ΗΠΑ.


Το δεύτερο ποίημα είναι το, χωρίς τίτλο, του Γεωργίου Σουρή από τη σατιρική εφημερίδα «Ρωμιός», με το οποίο «καρφώνει» τον Πρίγκηπα Ανδρέα και τον βουλευτή και γιο του τότε Υπουργού Οικονομικών Σιμόπουλο ως δράστες του πρώτου – και διπλά θανατηφόρου, καθώς αφορούσε μια 25χρονη έγγυο σύζυγο εργάτη – τροχαίου ατυχήματος στην ιστορία της Ελλάδας, στις 4 Μαρτίου 1907 στο βόρειο και  κατοικημένο άκρο της χωμάτινης Λεωφόρου Συγγρού. Και μάλιστα, κόντρα στο επίσημο πόρισμα του Διευθυντή της Αστυνομίας, το οποίο απάλασσε πλήρως τον Πρίγκηπα και απέδιδε την ευθύνη αποκλειστικά στον Σιμόπουλο, ο οποίος λόγω βουλευτικής ασυλίας δεν μπορούσε να δικαστεί... Στο διήγημα «Φόνος εξ αμελείας», του οποίου το ποίημα του Σουρή αποτελεί προμετωπίδα, περιγράφεται μέσα απ’  τα μάτια ενός ερωτευμένου ζευγαριού δημοσιογράφων-αυτοπτών μαρτύρων, που παρ’  όλες τις πιέσεις επιμένουν να γράψουν στις εφημερίδες τους την αλήθεια, η θανατηφόρα αλαζονία της ασύστολης ταχύτητας με την οποία τρέχουν στους χωματόδρομους της Πρωτεύουσας οι νεότεροι γόνοι του Παλατιού και της Ελληνικής άρχουσας τάξης, που είναι και οι μόνοι που διαθέτουν τα πρώτα εν Ελλάδι αυτοκίνητα (ή – όπως τ’ αποκαλούσαν τότε – αυτοκινούμενες άμαξες). Οι δυο νέοι ξεσκεπάζουν με τη στάση τους την προσπάθεοα συγκάλυψης, η οποία ξεκινά από το Παλάτι, όταν διευθυντές εφημερίδων τους μεταφέρουν την παράκληση του ίδιου του Γεωργίου του Α’ να μην κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στο Παλάτι και ν’  αφήσουν απερίσπαστο τον Διευθυντή της Αστυνομίας να καταλήξει σε πόρισμα...


 Αν τα διηγήματα ωστόσο γράφησαν όντως με αφορμή τα ποιήματα ή τα τελευταία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως motto, μόνο οι ίδιοι οι συγγραφείς τους, Αντώνης Χαριστός και Μαρία Καραθανάση αντίστοιχα, μπορούν να μας το πουν.


Ο περιορισμένος χρόνος της παρουσίασης δεν επιτρέπει να κάνω αυτό που σκέφτηκα αρχικά, να κλείσω διαβάζοντας αποσπάσματα και από τα 17 διηγήματα, ανάμεσα τους κάποια ακόμα εξαιρετικά, όπως:


Οι παράλληλες απώλειες ενός μεγάλου σεισμού μ’  επίκεντρο τη Σπάρτη που διαλύει τη γιορτή αρραβώνα δια συνοικεσίου  του πατέρα μιας νεαρής κοπέλλας με έναν απατεώνα που είναι ή εμφανίζεται ως αξιωματικός (της Μαρίας Γώγογλου).


Ένας απολυμένος εργάτης, που έχει καταντήσει μεθύστακας και κλέφτης του μεροκάματου της καθαρίστριας μάνας του, αφού λίγο-πολύ κατά λάθος συμμετέχει σε εργατικές κινητοποιήσεις στην Ελευσίνα ενάντια στη θέσπιση του βενιζελικού ιδιώνυμου που πνίγονται στο αίμα, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Βενιζέλου  ν’  απαγορεύσει την πώληση οινοπνευματωδών ποτών, συμπεραίνει με παράπονο ότι ΚΚΕ και κυβέρνηση, αν και για διαφορετικούς λόγους, είναι κι οι δυο ενάντια στο κρασάκι (του Κώστα Λίχνου).


Η συμμετοχή μιας νεαρής αστής στα δεύτερα ελληνικά καλλιστεία, τα οποία στηρίζει σύσσωμη η «καλή» αθηναϊκή κοινωνία - φτάνει να μην αφορούν τη «δική τους κόρη» - και γίνονται υπό την αιγίδα του Προέδρου της δημοκρατίας (της Ρόζας Παυλιώτη).


Ένας απολυμένος μικροαστός που πιθανότατα έχει κολήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα βρίσκεται με ρουσφέτι στο Νοσοκομείο Συγγρού και καταλήγει, ως αντάλλαγμα της νοσηλευτικής του περίθαλψης, να περιποιείται τις κότες και τα γουρούνια, τον ιδιωτικό στάβλο και τον ιδιωτικό λαχανόκηπο που ο διευθυντή τους, διάσημος δερματολόγος και αφροδισιολόγος καθηγητής Φωτεινός, διαθέτει μέσα στο νοσοκομείο (του Γιάννη Σταθάκου).


Ένας 19χρονος Βενιζελικός εργάτης, που θέλει να «ξεφύγει» από το Γκαζοχώρι και να γίνει πιλότος μετά την πρώτη αεροπορική πτήση στην Ελλάδα στις 8 Φεβρουαρίου 1912 του νεαρού Αργυρόπουλου, γιου πρώην Πρέσβη στην Αγία Πετρούπολη, βαδίζοντας προς τη δουλειά ενώ ονειρεύεται τη «δική του» πτήση, αφήνει την τελευταία του πνοή κάτω απ’  τα ερείπια ενός χαμόσπιτου που καταρρέει πάνω του την ώρα που περνάει, χαμένος στην ονειροφαντασιά, μπροστά του (της Παναγιώτας Παπαδοπούλου).


Η ζήλια και η ευγενής αθλητική άμιλλα όταν οι πρώτες γυναίκες αθλήτριες, οι περισσότερες μικρασιάτισσες αστές, βγαίνουν για πρώτη φορά σε, απαγορευμένους μέχρι τότε για τις γυναίκες, πανελλήνιους αγώνες στίβου (της Μάντυς Τσιπούρα).


Η ιστορία του Λωβοκομείου της Χίου μέσα απ’  τα μάτια του μοναδικού υγιούς παιδιού που γεννήθηκε κι έζησε μέχρι το θάνατο της λεπρής μάνας του στα 15 του πίσω απ’  τις κλειστές του πόρτες ( της Νατάσας Χασάκιοϊλη).


Αν είχα το χρόνο, θα διάβαζα ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Τότε που ζούσαμε», αυτοβιογραφική μαρτυρία του Ασημάκη Πανσέληνου για την ίδια περίοδο και πρόσωπα με το θέμα του δεύτερου διηγήματος του τόμου, τον «Νικολή» του Αγγελή Μαριανού. Το διήγημα διαδραματίζεται στη Λέσβο από το 1923 και στη συνέχεια, χρόνια επιστροφής στο νησί από τη Μικρασία 15.000 ηττημένων εφέδρων και εγκατάστασης 50.000 Μικρασιατών. Ο ομώνυμος κεντρικός χαρακτήρας είναι ορφανός, παραγιός στο τυπογραφείο όπου πρωτοεκδίδεται η εφημερίδα του Στρατή Μυριβήλη «Καμπάνα». Παραδίδοντας τα πρώτα φύλα της εφημερίδας ο Νικολής έρχεται σε επαφή με την περίφημη Λεσβιακή Άνοιξη, με επικεφαλής τον Μυριβήλη και «υπαρχηγό» τον Βενέζη, με τον Κόντογλου, τον Λέφκα, τον Μάκιστο, τον Γκορέση, τον Εράτη, τον Ασημάκη Πανσέληνο. Παρεπιπτόντως, βέβαια, σημειώνω ότι ο αντιπολεμικός και δημοκράτης Μυριβήλης της «Ζωής εν Τάφω» μια δεκαετία μετά θα καταντήσει να πλέκει το εγκώμιο του Μεταξά, ενώ 10 χρόνια ακόμα αργότερα, στον Εμφύλιο, θα εξυμνεί τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης για τ’  αρπαγμένα παιδιά.


Θα μου επιτρέψετε κλείνοντας να ευχηθώ στον καθένα σας προσωπικά δημιουργικότητα, αλλά και καλή τύχη Να ευχηθώ επιτυχία στη συλλογική συζήτηση και στους πειραματισμούς σας στο πλαίσιο του ΦΟΘ. Και να ευχηθώ από καρδιάς ένα «καλό ταξίδι Θεσσαλονίκη-Αθήνα» όσον αφορά το κοινό σας βιβλίο. Με άλλα λόγια, να κυκλοφορήσει και να διαβαστεί και στην Αθήνα με την ίδια ευχαρίστηση που διαβάζεται στη συμπρωτεύουσα!





15.10.2022 H Ν. Βαλαβάνη παρουσιάζει τη συλλογική έκδοση ιστορικού διηγήματος μ' ευθύνη του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης "...ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ" 15.10.2022 H Ν. Βαλαβάνη παρουσιάζει τη συλλογική έκδοση ιστορικού διηγήματος μ' ευθύνη του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης "...ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ" Reviewed by Νάντια Βαλαβάνη on 8:19:00 π.μ. Rating: 5