Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΞΕΝΟΙΑΣΤΗ
ΚΑΒΑΛΑΡΙΣΣΑ
ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
της Νάντιας Βαλαβάνη
Αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της
εφημερίδας Εφ Συν την Παρασκευή, 27.10.2023
Τη
Μαργαρίτα Γιαραλή, που την αγαπούσα από μακριά όλη μου τη ζωή, την πρωτογνώρισα
στα 19 μου τον Μάρτη του 1974, όταν τρεις βδομάδες περίπου από το λεγόμενο
«χτύπημα του Φλεβάρη» με μετάφεραν από άλλο κελί στο νο 21 των κρατητηρίων του
5ου ορόφου του Αρχηγείου της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών στη Μεσογείων.
Από τα δεξιά μου στο νο 20 είχα τον «τυπογράφο» της παράνομης «Πανσπουδαστικής»
Λάκη Σταθάκη, σε απομόνωση όπως κι εγώ, ενώ δεξιά μου το νο 22 ήταν ένα κελί με
κυριολεκτικά στριμωγμένα μέσα τέσσερα κορίτσια, ένα απ’ αυτά η Μαργαρίτα. Τη
Μαργαρίτα τη «σπόταρα» κατευθείαν, επειδή αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει τα χτυπήματα μου στον τοίχο ή
ν’ απαντήσει σ’ αυτά, και παράσερνε σ’ αυτό και τις συγκρατούμενες της. Αυτό δεν με
ξένισε, γιατί μου είπε ότι είχε κάνει φυλακή απ’ το ’68 κι είχε βγει με τη
Γενική Πολιτική Αμνηστία το ’73: Όλες οι «παλιές καραβάνες» που είχαν περάσει
τόσες και τόσες συλλήψεις κι ανακρίσεις και κάνει φυλακή, ανάμεσα τους τα μέλη
του ΠΓ Αμπατιέλος, Γιάννου και Καλούδης, έκαναν ακριβώς το ίδιο. Σε αντίθεση
όμως με το δικό τους σιωπητήριο, η
Μαργαρίτα ότι είχε να πει το φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής της - και
περίμενε να κάνουμε το ίδιο και μεις - ώστε ν’ ακούγεται μέσα απ’ τ’
ανοίγματα πάνω απ’ τη σιδερόπορτα
του κελιού της, σίγουρα όχι μόνο από τα διπλανά της κελιά. Αυτός ήταν ο λόγος
που δε μιλούσαμε συχνά, καθώς πάντα υπήρχε ο φόβος ότι στο διάδρομο μπορεί να
παραμονεύει χαφιές. Συχνά την άκουγα να φωνάζει σ’ επανάληψη: «Δε λέμε τίποτα. Δε λέμε τίποτα.»
Όταν την άκουγα να το φωνάζει αυτό, ήμουνα σίγουρη ότι δεν έκανε διάλογο με
κάποιο κελί, αλλά ήταν γενική υπόμνηση σε όλες και όλους μας. Το ξέραμε φυσικά
ότι δεν πρέπει να πούμε τίποτα κι ότι θα πάμε φυλακή, αλλά χαραζόταν ακόμα
ισχυρότερα αυτό στην ύπαρξη μας, όταν άκουγες να στο φωνάζει «άσπαστη» μια
27χρονη κοπέλα που είχε ήδη κάνει 5 χρόνια φυλακή.
Φυσικά
δεν είχα ιδέα ότι η Μαργαρίτα ήταν «Ρηγού» και ΚΚΕεσωτ. Νόμιζα ότι ήταν ανάμεσα
στις σχεδόν 140 συλλήψεις μελών του ΚΚΕ, της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ, που είχαν
γίνει από τις 14 Φλεβάρη - κι έμεινα εμβρόντητη όταν αυτό το κατάλαβα με τον «τρόπο
της Μαργαρίτας». Κάποια Μαρτιάτικη μέρα ο Λάκης από το κελί δεξιά με ενημέρωσε
με τα χτυπήματα στον τοίχο σχετικά με το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που είχε
γίνει το Δεκέμβριο του 1973, αλλά για λόγους συνομωτικότητας «Η Φωνή της
Αλήθειας» το είχε μόλις ανακοινώσει. Κατενθουσιασμένη έσπευσα να μεταφέρω την
είδηση στο κελί μου αριστερά, αναγκαστικά με φωνή τελάλη: «Μαργαρίτα!
Μαργαρίτα! ‘Εγινε το 9ο Συνέδριο του Κόμματος!» Κι άκουσα τη φωνή
της Μαργαρίτας ήρεμα να ρωτά: «Τίνος κόμματος;» Αισθανθηκα τότε την οροφή του
κελιού να σωριάζεται πάνω στο κεφάλι μου.
Αυτόν
ωστόσο τον αποχαιρετισμό τον γράφω για τούτο δω το τελευταίο: Τ’ απογεύματα του Μάρτη ήταν
μαύρα κι άραχνα, γιατί το πρωί οι ανακρίσεις κι ότι ξύλο έπεφτε ήταν στα
γραφεία, ενώ κάθε απόγευμα πλην Κυριακής αργίας κάποιον θα κουβάλαγαν για
φάλαγγα και άλλα συμπληρωματικά στο υπόγειο. Ήταν η ώρα που όλοι
αναρρωτιόμαστε: Πως θα γυρίσει; Σε τι κατάσταση θα’ναι; Θα ‘χει κρατήσει το
στόμα του κλειστό; Ή μπορεί κάτι να ‘χει πει, να ‘χει μιλήσει; Κείνες τις ώρες
το ηθικό ήταν στο πιο χαμηλό του σημείο. Μόνο ένα πράγμα περιμέναμε: Να πάει 7
η ώρα, οπότε με ακρίβεια ρολογιού ακουγόταν καμπάνα όλο πόνο και πάθος, μια όλη
κι όλη φορά τη μέρα, η φωνή της Μαργαρίτας με την ίδια πάντα ατάκα: «Αχ και να’ χα μια Γιαμάχα!» Όσο
πλησίαζε η ώρα κάθε απόγευμα, αδειάζαμε το μυαλό μας απ’ οποιαδήποτε
βασανιστική σκέψη και μόνο περιμέναμε. Και μόλις το ξεστόμιζε, όλα τα κελιά της
πτέρυγας διπλωνόμασταν στα γέλια. Ακούγαμε τη Μαργαρίτα, που μες στο κρατητήρια
της Ασφάλειας διαπίστωνε ότι είχε τα πάντα, και το μόνο που της έλειπε ήταν μια
μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού και συγκεκριμένης μάρκας. Κι έτσι γινόταν πάλι το
ηθικό ακμαιότατο. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τη μέρα, πρέπει να ‘ταν προς το τέλος
του μήνα, που αφέθηκε ελεύθερη.
Εκείνο
τον Μάρτη του ’73 κάθε φορά που το άκουγα σχημάτιζα στο μυαλό μου την εικόνα
μιας φανταστικής Μαργαρίτας (γιατί δεν την είχα δει ποτέ, ήξερα μόνο τη φωνή
της) να ξεχύνεται μαρσάροντας καβάλα στη Γιαμάχα πάνω στον εξωτερικό τοίχο των
κρατητηρίων συντρίβοντας τον και μέσα απ’
τα τούβλα που κατάρρεαν να χάνεται ελεύθερη μέσα στα σύννεφα. Παρά
λίγους μήνες 50 χρόνια αργότερα, όταν έμαθα τον πρόωρο θάνατο της, έτσι ακριβώς
φαντάστηκα ξανά την Μαργαρίτα, αυτή τη φορά με την πραγματική της μορφή που
ήξερα πια καλά: Nα ξεχύνεται σαν θηλυκός ξένοιαστος καβαλλάρης ελεύθερη μέσα
στα σύννεφα.
Σε
ευχαριστούμε, Μαργαρίτα!